Πύλη Αμμοχώστου – Επαρχία Λευκωσίας
Παραλιακό μέτωπο – Επαρχία Λεμεσού
Λίμνη Αλυκής – Επαρχία Λάρνακας
Πέτρα του Ρωμιού – Επαρχία Πάφου
Παραλία Πόλης Αμμοχώστου - Επαρχία Αμμοχώστου
Κάστρο της Κερύνειας – Επαρχία Κερύνειας
Καραβάς
Δήμος υπό τουρκική κατοχή από το 1974
Μιλήτου 2
2028 Στρόβολος
Κύπρος
Δήμαρχος: Νίκος Χατζηστεφάνου
Τηλ.: +357 22516937
Φαξ: +357 22516941
Email: Karavas.municipality@cytanet.com.cy
Website: http://www.karavas.org.cy
Εισαγωγή
Ο Καραβάς βρίσκεται στα βόρεια παράλια της Κύπρου στην κατεχόμενη επαρχία Κερύνειας. Οι τέσσερις περίπου χιλιάδες κάτοικοί του αναγκάστηκαν το 1974 να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους λόγω της τουρκικής εισβολής.
Ο εκτοπισμένος Δήμος του Καραβά λειτουργεί στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου στη Λευκωσία. Βασικοί στόχοι της αποστολής του είναι η σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ των σκορπισμένων Καραβιωτών, η προβολή της ιστορίας και του πολιτισμού της περιοχής, καθώς και η ενίσχυση των προσπαθειών για εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης, όπου οι Καραβιώτες και όλοι οι πρόσφυγες θα μπορούν να επιστρέψουν στις πατρογονικές τους εστίες σε συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας με κατοχυρωμένα όλα τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Ιστορία του Καραβά
Στην περιοχή του Καραβά υπήρχε συνεχής κατοίκηση από την προϊστορική εποχή. Λείψανα της Νεολιθικής εποχής εντοπίστηκαν στην τοποθεσία «Γύρισμα» στην Πάνω Γειτονιά και σε άλλες περιοχές ανακαλύφθηκαν αγγεία Γεωμετρικής και Αρχαϊκής εποχής.
Στα δημοτικά όρια του Καραβά, κοντά στη θάλασσα βρίσκεται η ακρόπολη της Λάμπουσας, μιας πόλης που άκμασε από την Κλασική ως την Πρωτοβυζαντινή περίοδο και καταστράφηκε από τις Αραβικές επιδρομές τον 7ο αιώνα μ.Χ. Χαρακτηριστικά δείγματα του πλούτου της, είναι οι θησαυροί της Λάμπουσας, που βρέθηκαν εκεί και περιλαμβάνουν κοσμήματα, εκκλησιαστικά σκεύη και ασημένια κουτάλια. Πολλά αντικείμενα από τους θησαυρούς της Λάμπουσας εκτίθενται στο Κυπριακό Μουσείο, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και το Βρετανικό Μουσείο.
Τη μεσαιωνική εποχή αναφέρεται οικισμός με το όνομα Πραστειό του Καραβά [Prastio di Caravo], στον οποίο ανήκε η μονή της Αχειροποιήτου.
Ο Δήμος Καραβά
Ο Καραβάς ανακηρύχθηκε σε Δήμο το 1884. Όλα τα Δημοτικά Συμβούλια που υπηρέτησαν στον Καραβά και τα Σωματεία του Δήμου ανέπτυξαν πλούσια δραστηριότητα με αποτέλεσμα ο Καραβάς να παρουσιάζει αξιόλογη οικονομική άνθηση και ξεχωριστή δράση σε κοινωνικές, πολιτιστικές, εθνικές και αθλητικές εκδηλώσεις.
Σε κεντρική λεωφόρο του Καραβά, στη λεωφόρο Πραξάνδρου, ανεγέρθηκε το 1958 μεγαλοπρεπές Δημοτικό Μέγαρο, το οποίο στέγαζε τα γραφεία του Δήμου, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, κινηματοθέατρο και τη δημοτική αγορά.
Ο Καραβάς αποτελείται από τέσσερις γειτονιές, την Πάνω Γειτονιά, την Έξω Γειτονιά, την Πετρογειτονιά και τον Άγιο Ανδρέα. Η κάθε γειτονιά θεωρείται κοινότητα και έχει τον δικό της κοινοτάρχη και κοινοτικό συμβούλιο.
Εκπαίδευση
Αρχικά τα παιδιά από τον Καραβά και τα γύρω χωριά παρακολουθούσαν μαθήματα στο μοναστήρι της Αχειροποιήτου. Από τα μέσα του 19ου αιώνα λειτούργησε δημοτικό σχολείο κοντά στον χώρο όπου κτίστηκε αργότερα η εκκλησία της Ευαγγελίστριας. Από το 1883 λειτούργησε χωριστά Παρθεναγωγείο. Πριν το 1974 λειτουργούσαν στον Καραβά η Α’ και η Β’ Αστική Σχολή ως μικτά σχολεία και πρόσφεραν τη δημοτική εκπαίδευση. Λειτουργούσε επίσης ιδιωτική σχολή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Οικονομική ζωή
Η Λεμονοκαλλιέργεια
Σημαντική υπήρξε η οικονομική άνθηση της περιοχής ως αποτέλεσμα της εμπορικής δραστηριότητας, της ανάπτυξης της βιοτεχνίας και της πλούσιας γεωργικής παραγωγής. Στα νεότερα χρόνια η λεμονοκαλλιέργεια βρισκόταν στην άνθησή της.
Σημαντικός παράγοντας στην ανάπτυξη της περιοχής, πέρα από τις ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες, ήταν το νερό από το Κεφαλόβρυσο, που πότιζε τον εύφορο κάμπο του Καραβά.
Ο Τουρισμός
Το ιδανικό κλίμα και οι παραλίες του Καραβά βοήθησαν στη δημιουργία μικρών ξενοδοχείων και στην ανάπτυξη του εσωτερικού τουρισμού. Τα τελευταία χρόνια πριν την τούρκικη εισβολή παρατηρήθηκε στον Καραβά μια ραγδαία ανάπτυξη στον τουριστικό τομέα. Μοντέρνα ξενοδοχεία, καινούρια εστιατόρια και κέντρα αναψυχής εξυπηρετούσαν ντόπιους και ξένους. Μερικά από αυτά ήταν τα ξενοδοχεία «Κλέαρχος», «Νεράιδα», «Ζέφυρος», «Μάρε Μόντε» και τα εξοχικά κέντρα «Φοντάνα Αμορόζα», «Πράσινη Κοιλάδα», «Μύλοι», «Χρυσός Βράχος», «Πλατάνια», «Πέντε Μίλι».
Η Χειροτεχνία
Αξίζει να σημειωθεί η ξεχωριστή και πολύ παλιά επίδοση των Καραβιωτών σε κλάδους της χειροτεχνίας, όπως η ξυλουργική και η υφαντική, που οργανώθηκαν πάνω σε εμπορική βάση. Η δαντέλα του «φερβολιτέ», απαράμιλλη σε τέχνη και ομορφιά, αποτελούσε το στολίδι των καραβιώτικων σπιτιών και ταυτόχρονα πρόσφερε ένα επιπλέον εισόδημα στα νοικοκυριά. Το 2017 ο φερβολιτές εντάχθηκε στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Κύπρου.
Ενορίες- εκκλησίες του Καραβά
Στον Καραβά λειτουργούσαν πριν το 1974 τρεις ενοριακές εκκλησίες, του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Ειρήνης και της Ευαγγελίστριας.
Η ενοριακή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Μεζερέ βρίσκεται στη νοτιανατολική πλευρά του Καραβά. Προϋπήρχε εδώ μοναστήρι που διαλύθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1825 η μικρή εκκλησία της μονής μετατράπηκε σε ενοριακή εκκλησία. Η σημερινή εκκλησία κτίστηκε το 1843-1854. Είναι βασιλική με πολυγωνικό τρούλο.
Η Αγία Ειρήνη είναι κτισμένη πάνω σε μια βουνοπλαγιά του Πενταδακτύλου στη νοτιοδυτική πλευρά του Δήμου. Κτίστηκε το 1804 από τον Πρωτοσύγκελο Λαυρέντιο και τον γιο του Χ”Νικόλα, τον γνωστό πρόκριτο που μαρτύρησε μαζί με άλλους προύχοντες του νησιού στις σφαγές του Ιουλίου του 1821. Η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης είναι απλή μονόκλιτη καμαροσκεπής βασιλική με πολυγωνικό ιερό.
Στο κέντρο του Δήμου βρίσκεται η μεγαλύτερη εκκλησία του Καραβά, η Παναγία Ευαγγελίστρια, η οποία κτίστηκε την περίοδο 1906-1917 με έρανο μεταξύ των κατοίκων και εποπτεία του τότε δημάρχου Γρηγόρη Χατζηλάμπρου. Οι εικόνες είναι έργα του διάσημου ζωγράφου Φραγκουλίδη. Το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο, ο δεσποτικός θρόνος και το προσκυνητάριο είναι έργα του Φυλακτή Ταλιαδώρου και του μαθητή του Μιχαήλ Ταλιαδώρου το 1952.
Επίσης στα δημοτικά όρια Καραβά, στην περιοχή της αρχαίας Λάμπουσας βρίσκονται το ιστορικό μοναστήρι της Αχειροποιήτου και ο ναός του Αγίου Ευλαλίου αφιερωμένος στον πρώτο επίσκοπο της Λάμπουσας.
Ο Άγιος Ευλάλιος, φραγκοβυζαντινού ρυθμού, είναι χτισμένος τον 16ο αιώνα πάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου-6ου αιώνα. Είναι αφιερωμένος στον Ευλάλιο, πρώτο επίσκοπο της Λάμπουσας.
Στην εκκλησία της Παναγίας Αχειροποιήτου είναι ενσωματωμένα τμήματα από την παλαιοχριστιανική βασιλική του 6ου αιώνα. Ο κύριος ναός, χτίσμα του 11ου αιώνα είναι του εγγεγραμμένου σταυροειδούς τύπου. Μέσα στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας πιστεύεται ότι βρίσκεται το Άγιο Μανδήλιο.
Η μονή ήταν θρησκευτικό κέντρο της περιοχής και μέχρι το 1222 μ.Χ. ήταν η έδρα του Επισκόπου Λάμπουσας, ο οποίος συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους δεκαπέντε επισκόπους του νησιού. Η εκκλησία γιορτάζει στις 15 Αυγούστου, ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου, και στις 16 Αυγούστου ημέρα του Αγίου Μανδηλίου.
Στα δημοτικά όρια του Καραβά υπάρχουν δεκατέσσερα ερειπωμένα εκκλησάκια.
Εθνική προσφορά
Αξιοσημείωτη ήταν η προσφορά του Καραβά σε όλους τους αγώνες του Ελληνικού Έθνους για ελευθερία. Το 1821 οι Καραβιώτες εφοδίασαν τον Κανάρη με τρόφιμα και χρήματα για τον αγώνα. Επίσης, Καραβιώτες συμμετείχαν στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον Απελευθερωτικό Αγώνα 1955-59. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στους Βαλκανικούς Πολέμους συμμετείχαν 65 εθελοντές και ότι στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο πολέμησαν πάνω από 150 Καραβιώτες.
Η τουρκική εισβολή
Στις 20 Ιουλίου 1974 ο Καραβάς έμελλε να είναι ο πρωτομάρτυρας της τουρκικής εισβολής. Οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στην παραλιακή περιοχή του «Πέντε Μίλι», χωρίς να συναντήσουν καμιά οργανωμένη στρατιωτική αντίσταση. Οι λιγοστές δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους εισβολείς, οι οποίοι είχαν ήδη αποβιβαστεί.
Οι κάτοικοι του Καραβά οργάνωσαν αυτοσχέδια αμυντική διάταξη που ξεκινούσε από την παραλιακή περιοχή «Έξι Μίλι» και έφτανε μέχρι το Πενταδάκτυλο, με επικεφαλής τον Καραβιώτη Γιάννη Κ. Κίτσιο. Η αντίσταση κράτησε μέχρι τις 6 Αυγούστου, όταν σε περίοδο εκεχειρίας, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση από ξηρά και θάλασσα και κατέλαβαν τον Καραβά.
Συνολικά για τον Καραβά και τα περίχωρα καταγράφονται 58 περιπτώσεις στρατευσίμων και αμάχων που έπεσαν στο πεδίο της μάχης ή δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ την περίοδο της εισβολής.
Μετά την κατάληψη του Καραβά ένας μικρός αριθμός κατοίκων παρέμεινε εγκλωβισμένος, εκδιώχτηκε όμως σταδιακά μέχρι τον Αύγουστο του 1976.
Ο Καραβάς σήμερα
Σήμερα, στον Καραβά κατοικούν Τουρκοκύπριοι καθώς και έποικοι που μεταφέρθηκαν από την Τουρκία, οι οποίοι σφετερίζονται και χρησιμοποιούν τις περιουσίες των Καραβιωτών.
Όλες οι εκκλησιές και τα παρεκκλήσια του Καραβά είναι βεβηλωμένα και κατεστραμμένα. Η κεντρική εκκλησία της Ευαγγελίστριας λειτουργεί ως τζαμί. Η αρχαιολογική περιοχή της Λάμπουσας βρίσκεται εγκαταλελειμμένη χωρίς συντήρηση και πολλά αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας έχουν κλαπεί ή καταστραφεί.
Σε πολλές περιουσίες των Ελληνοκυπρίων κατοίκων του Καραβά έχουν οικοδομηθεί παράνομα κτίρια και άλλες κατασκευές με στόχο να εδραιωθεί το παράνομο καθεστώς, το οποίο καταβάλλει συστηματική προσπάθεια για εξάλειψη κάθε ίχνους που φανερώνει τον ελληνικό πολιτισμό και το ιστορικό παρελθόν της περιοχής.
Οι Καραβιώτες σήμερα
Οι κάτοικοι του Καραβά σήμερα, βρίσκονται διασκορπισμένοι στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου και σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, οι Καραβιώτες έχουν οργανωθεί σε συλλόγους και σωματεία με πολύ αξιόλογη δράση. Στην Κύπρο ιδρύθηκε το Προσφυγικό Σωματείο «Ο Καραβάς», στο Λονδίνο ο «Σύνδεσμος Λαπήθου, Καραβά και Περιχώρων», στη Μελβούρνη το Σωματείο «Λάμπουσα» Μελβούρνης και στις ΗΠΑ λειτουργεί εδώ και σχεδόν ένα αιώνα το Σωματείο «Λάμπουσα» Αμερικής. Όπου κι αν βρίσκονται οι Καραβιώτες διατηρούν τα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Ο χαρακτηριστικός χορός του Λεμονιού του Καραβά εξακολουθεί να διοργανώνεται κάθε χρόνο στην έδρα των Σωματείων των Καραβιωτών.
Βασικός στόχος είναι η ελεύθερη επιστροφή στα σπίτια και τη γη μας μέσα από μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των κατοίκων να είναι κατοχυρωμένα. Για τον σκοπό αυτό διοργανώνονται διάφορες εκδηλώσεις και δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται με την ιστορία και τον πολιτισμό του Καραβά, τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα.
Όλα τα οργανωμένα σύνολα, ο Δήμος Καραβά, το Προσφυγικό Σωματείο «Ο Καραβάς», το Πολιτιστικό Ίδρυμα Καραβιωτών, η Σχολική Εφορεία Καραβά, η Αθλητική Ένωση Καραβά «Λάμπουσα», η Νεολαία του Δήμου και οι Ναυτοπρόσκοποι του Καραβά, στεγάζονται στο οίκημα του Πολιτιστικού Ιδρύματος Καραβιωτών, μακριά από τη φυσική τους έδρα, κτίριο που ανέγειραν οι πρόσφυγες Καραβιώτες στο Στρόβολο.
Κερύνεια
Δήμος υπό τουρκική κατοχή από το 1974
Λεωφ. Μάρκου Δράκου 8
1102 Λευκωσία
Κύπρος
Δήμαρχος: Ιωσήφ Βιολάρης
Τηλ.: +357 22818040
Φαξ: +357 22818228
Email: info@kyreniamunicipality.com
Website: https://kyreniamunicipality.com
Πόλη κατεχόμενη από τα τουρκικά στρατεύματα από το 1974. Μετά τη βάρβαρη εκδίωξη τους οι Δημότες της Κερύνειας, όπως και όλοι οι άλλοι πρόσφυγες βρίσκονται διασκορπισμένοι, όχι μόνο σε όλα τα μέρη της ελεύθερης Κύπρου, αλλά και εκτός της Κύπρου.
Η ιστορία της Κερύνειας ανάγεται στο 8200-4000 π.Χ. Μαχητές του Τρωϊκού Πολέμου, μεταξύ των οποίων και ο στρατιωτικός Κηφέας, αρχηγός ομάδας ανθρώπων προερχομένων από διάφορες πόλεις της Αχαΐας εγκαταστάθηκαν, γύρω στο 1300π.Χ στα βόρεια παράλια της Κύπρου και ίδρυσαν την πόλη της Κερύνειας. Οι κάτοικοι της ήταν ελληνικής καταγωγής μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, πίστευαν σε ελληνικές θεότητες και θεμελίωσαν την ανάπτυξη τους στον ελληνικό πολιτισμό.
Κατά τη μακρόχρονη ιστορία της, παρά το πέρασμα πολλών κατακτητών, Ρωμαίων, Βυζαντινών, Φράγκων, Ενετών, Τούρκων, Άγγλων, η Κερύνεια διατήρησε άθικτο τον ελληνικό της χαρακτήρα και συνέχισε να αναπτύσσεται σε τουριστικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της Επαρχίας και της Κύπρου.
Η πορεία του πολιτισμού και των δημιουργών του διακόπηκε βίαια από την τουρκική επιδρομή και κατοχή του 1974. Οι Κερυνειώτες ήταν οι πρώτοι που πήραν το δρόμο του ξεριζωμού, αφήνοντας πίσω τους μια ιστορία να παραχαράσσεται και ένα πολιτισμό αιώνων να καταστρέφεται απερίσκεπτα και αβασάνιστα από το σύγχρονο Αττίλα με την ανοχή της διεθνούς κοινότητας.
Σήμερα ο Δήμος Κερύνειας στεγάζεται, προσωρινά, σε κτίριο που του παραχωρήθηκε από την Κυβέρνηση κοντά στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας. Αγωνίζεται για τη διατήρηση της ταυτότητας και της οντότητας των Κερυνειωτών, την ενότητα και τη συνεργασία, τη διατήρηση ζωντανών των ηθών και εθίμων με τελικό στόχο την επιστροφή όλων των Κερυνειωτών πίσω στη πατρώα γη, τη δική τους γη, τη γη που ανήκει μόνο σε αυτούς.
Ο Δήμος για την επίτευξη του στόχου διοργανώνει κάθε χρόνο σωρεία εκδηλώσεων για να έρχονται κοντά οι Κερυνειώτες και να διατηρείται έτσι η κοινωνική και πολιτιστική συνοχή, αλλά και για να ενθαρρύνει και να εμψυχώνει τους Κερυνειώτες, να αναπτερώνει το ηθικό και την αποφασιστικότητα τους για αγώνα μέχρι τη τελική δικαίωση και την επιστροφή.
Συνεργάζεται στενά με όλα τα οργανωμένα σύνολα της πόλης, αλλά και με τους άλλους κατεχόμενους Δήμους της Επαρχίας Κερύνειας και μέσω της Επιτροπής Κατεχόμενων Δήμων με όλους τους Κατεχόμενους Δήμους, για τη διεκδίκηση των δικαίων και των δικαιωμάτων όλων των προσφύγων. Συνεργάζεται πολύ στενά με το Δημοτικό Συμβούλιο Νεολαίας του Δήμου Κερύνειας με κοινό στόχο τη μεταλαμπάδευση της αγωνιστικότητας και της διεκδίκησης στη νέα Γενιά, στους συνεχιστές του αγώνα για τη δικαίωση και την Επιστροφή.
Ο Δήμος ιεραρχεί ψηλά στις προτεραιότητες του την προβολή στο εξωτερικό της παραβίασης των δικαιωμάτων των δημοτών του και την τεκμηρίωση των αναφαίρετων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ασφαλούς επιστροφής και ελεύθερης διακίνησης και για το σκοπό αυτό δημιουργεί εποικοδομητικές συνεργασίες και επαφές ιδιαίτερα με χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κομμάτι της οποίας είναι και η κατεχόμενη γη μας, αλλά και με τους ομογενείς του εξωτερικού, όπου και αν αυτοί ευρίσκονται, αντλώντας δυνάμεις για να συνεχίσει τον αγώνα δικαίωσης των δημοτών του και της Κύπρου γενικότερα.
Το αγωνιστικό πνεύμα εκφράζουν πάντοτε, σε όλα τους τα μηνύματα και με κάθε ευκαιρία η Δήμαρχος και οι Δημοτικού Σύμβουλοι τονίζοντας την ανάγκη εντατικοποίησης του αγώνα για επιστροφή, ενωμένοι όλοι κάτω από μια σημαία, κάτω από ένα κόμμα το Κερυνειώτικο Κόμμα και την Κερυνειώτικη σημαία και καλούν όλους να συσπειρωθούν μαζί τους, γιατί η Κερύνεια είναι το όριο του εαυτού μας και της Πατρίδας μας.
Λάπηθος
Δήμος υπό τουρκική κατοχή από το 1974
Προδρόμου 36
2063 Στρόβολος
Κύπρος
Δήμαρχος: Παραδείσα Μουρέττου
Τηλ.: +357 22427733
Φαξ: +357 22427731
Email: demos@lapithos.org.cy
Website: www.lapithos.org.cy
Ιστορική Αναδρομή
Λάπηθος. 14 μόλις χιλιόμετρα από την πόλη της Κερύνειας, κτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του Πενταδάκτυλου, απλώνεται ανάμεσα στους λεμονόκηπους και φθάνει μέχρι τη θάλασσα.
Ο τόπος της δεν έπαψε να κατοικείται ούτε στιγμή. Αρχαιολογικά ευρήματα, αρχαίοι τάφοι, εκκλησίες και ξωκκλήσια, συνθέτουν αδιάλειπτα το σκηνικό του αρχαίου και του χριστιανικού κόσμου.
Ιδρυτής της αρχαίας πόλης Λαπήθου ο Πράξανδρος από τη Λακωνία της Πελοποννήσου. Ήταν ένα από τα δέκα Βασίλεια της Κύπρου και γνώρισε πλούτη και μεγάλη δόξα.
Μέσα από πολέμους και μάχες με τους εκάστοτε εισβολείς, οι άνθρωποί της κατάφεραν να επιβιώσουν και να μετατρέψουν την κωμόπολή τους σ’ έναν επίγειο παράδεισο. Το 1878 ανακηρύχθηκε ως Δήμος κι άρχισε ν’ αναπτύσσεται ραγδαία σ’ όλους τους τομείς. Την πορεία της ανέκοψε βίαια ο Αττίλας με τη βάρβαρη εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλη του 1974. Ύστερα από σκληρές και άνισες μάχες, η Λάπηθος έπεσε στα χέρια των Τούρκων στις 6 Αυγούστου του 1974.
Τα μνημεία της καταστράφηκαν, οι εκκλησίες της συλήθηκαν, οι κάτοικοί της εκδιώχθηκαν. Τουρκοκύπριοι και Έποικοι θέλουν τώρα διά της βίας να τη «διαφεντεύουν».
Για πρώτη φορά στα χρόνια της προσφυγιάς και της κατοχής μετά το 1974 οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοί της μπόρεσαν να πατήσουν τα χώματά της το 2003, επιδεικνύοντας διαβατήριο για να πάνε ως επισκέπτες-προσκυνητές στην πατρώα γη, που υπομονετικά τους περίμενε, πληγωμένη και ξεγυμνωμένη.
Η Λάπηθος όμως δεν είναι τόπος για επίσκεψη, αλλά τόπος για επιστροφή!
Η Λάπηθος ήταν μια από τις σημαντικές αρχαίες Πόλεις-Βασίλεια της Κύπρου. Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων και εκτείνεται από την προϊστορική εποχή μέχρι τα βυζαντινά χρόνια. Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο η πόλη ήταν γνωστή και με το επίθετο Λάμπουσα, δηλαδή απαστράπτουσα, επειδή έλαμπε εξαιτίας του πλούτου, της ευημερίας και των λαμπρών της οικοδομημάτων. Ίσως και από το λαμπρό φως του φάρου του λιμανιού της.
Η αρχαία πόλη της Λαπήθου ήταν χτισμένη στην παραθαλάσσια περιοχή, απέναντι ακριβώς από τη σημερινή Λάπηθο-Καραβά, στην οποία υπάρχουν ακόμη και σήμερα αρχαία κατάλοιπα. Εκεί όπου στέκει το Ιστορικό Μοναστήρι της Παναγίας της Αχειροποιήτου και ο βυζαντινός ναός του Αγίου Ευλαλίου.
Κοντά στον σημερινό οικισμό της Λαπήθου κατοικούσαν άνθρωποι από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Κατά καιρούς οι ανασκαφές τάφων απέδειξαν ότι τα περίχωρα της Λαπήθου είχαν χρησιμοποιηθεί ως νεκροταφεία από τη Μέση Εποχή του Χαλκού μέχρι τα Αρχαϊκά χρόνια. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως εκλεκτά δείγματα αγγειοπλαστικής, μεταλλικά αντικείμενα και εκατοντάδες άλλα μικροτεχνικά έργα. Σε τάφο της Λαπήθου βρέθηκαν τα αρχαιότερα στην Κύπρο, μέχρι σήμερα, κατάλοιπα σκελετού ενός αλόγου.
Στη Λάπηθο βρέθηκαν σημαντικά κεραμικά και χάλκινα αντικείμενα από την Κρήτη, γεγονός που φανερώνει ότι ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού υπήρχαν επαφές μεταξύ Κρήτης και βόρειων ακτών της Κύπρου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα κεραμικής μαρτυρούν ότι στη Λάπηθο υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων βιομηχανία αγγείων και ότι υπήρξε κέντρο επεξεργασίας του χαλκού.
Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, η πόλη της Λαπήθου ιδρύθηκε από Αχαιούς αποίκους, μετά τον μαζικό αποικισμό της Κύπρου από τους Έλληνες, τον 13ο – 12ο αιώνα π.Χ. Ιδρυτής της ο Πράξανδρος από τη Λακωνία της Πελοποννήσου, ο οποίος μαζί με τον Κηφέα και λαό από αποίκους ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στη γη της Θεάς των Γόλγων, της Αφροδίτης και της έδωσαν το όνομα Λάπηθος, από το όνομα της ομώνυμης περιοχής της Λακωνίας στην Ελλάδα, «Βουνό των Λαπιθών».
Η Λάπηθος ήταν μια από τις γνωστές πόλεις της Κύπρου, όχι μόνο στα χρόνια της αρχαιότητας, αλλά και αργότερα στα χρόνια τα βυζαντινά και την περίοδο της Φραγκοκρατίας.
Κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, μεταξύ των εννέα Βασιλείων της Κύπρου αναφέρεται και η Λάπηθος, με τελευταίο βασιλιά της τον Πράξιππο. Αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν την ύπαρξη του ελληνικού στοιχείου μαζί με το ετεοκυπριακό, που το καθένα διατηρούσε τα δικά του χαρακτηριστικά.
Την Πρωτοχριστιανική Περίοδο (25μ.Χ.-250μ.Χ.) συνέχιζε να είναι η πρωτεύουσα μιας από τις τέσσερις Επαρχίες της Κύπρου, της Λαπηθίας, και γνώρισε μεγάλη ακμή.
Κατά τα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά Χρόνια η πόλη διέθετε λαμπρά δημόσια οικοδομήματα. Ανάμεσα σ’ αυτά Γυμνάσιο και Θέατρο. Επίσης είχε Γυμναστήριο, Λιμάνι, Ναυπηγείο και πολλά Εργαστήρια.
Το 1821 η Λάπηθος δίνει δυναμικά το παρόν της στους αγώνες για την απελευθέρωση του Γένους. Πολλά παλικάρια της πολέμησαν και θυσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του μεγάλου ξεσηκωμού. Ανάμεσά τους ο Ιωάννης Καρατζιάς, σύντροφος του Ρήγα Φεραίου.
Την 9η Ιουλίου 1821 ο πρόκριτος Χατζηλίας και 16 άλλοι μάρτυρες Λαπηθιώτες και Καραβιώτες έβαψαν τη γη τους με το αίμα τους, από το σπαθί του Τούρκου κατακτητή.
Στ’ ακρογιάλια της, στην περιοχή «Ασπρόβρυση», αγκυροβόλησε με τα καράβια του ο πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης, τον οποίο φιλοξένησε στο αρχοντικό του ο Γεωρκάτζης Πασπάλλας. Οι Λαπηθιώτες απλόχερα τον εφοδίασαν με τρόφιμα, χρήματα και με τιμαλφή αντικείμενα, ενώ αρκετά παλικάρια και άλλοι εθελοντές Λαπηθιώτες μπάρκαραν μαζί του για να συμμετάσχουν στην Ελληνική Επανάσταση.
Το 1878 η Λάπηθος ανακηρύσσεται Δήμος, με διοριζόμενο Συμβούλιο και Δήμαρχο.
Σε όλους τους εθνικούς αγώνες η συμβολή της Λαπήθου ήταν σημαντική. Στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία, με τον λαμπρό Στρατηγό του Ελληνικού στρατού, τον Λαπηθιώτη Στρατηγό Ιωάννη Τσαγγαρίδη να ξεχωρίζει για την ανδρεία του.
Στα χρόνια της Αγγλοκρατίας (1878-1960) η Λάπηθος είχε την ίδια μοίρα που είχε ολόκληρο το νησί. Σημαντική η προσφορά και η συμμετοχή της στον Αγώνα του 1955-1959.
Το 1964, εξαιτίας των δικοινοτικών ταραχών που ακολούθησαν την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων, οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Λαπήθου την εγκαταλείπουν με οδηγίες της Άγκυρας και εγκαθίστανται δίπλα στην πόλη της Κερύνειας, στο Τέμπλος.
Το 1974, στις 6 Αυγούστου, κατά τη διάρκεια κατάπαυσης του πυρός και πριν από τη δεύτερη φάση της εισβολής, η Λάπηθος καταλαμβάνεται από τους Τούρκους Εισβολείς.
Ένα κόκκινο μισοφέγγαρο κλέβει τον ήλιο της. Η πορεία της ανακόπτεται και πάλι. Όχι όμως κι η Ιστορία της που συνεχίζει ν’ αναπαύεται ανάμεσα στ’ αδρά μπράτσα του Πράξανδρου και του Διγενή Ακρίτα, κάτω από το λυπημένο βλέμμα του Πενταδάκτυλου…
Θρησκευτικοί Χώροι Λατρείας
Η μεγάλη έκταση της Λαπήθου, ο σχετικά μεγάλος αριθμός του πληθυσμού της, αλλά και η βαθιά πίστη και ευλάβεια των Λαπηθιωτών, ήταν οι λόγοι που η κωμόπολη έχει πολλές εκκλησίες και γύρω απ’ αυτήν αρκετά ξωκκλήσια.
Έξι εκκλησίες διαιρούν τη Λάπηθο σε έξι ισάριθμες ενορίες, οι οποίες παρουσιάζουν χαρακτηριστικά μιας ανεξάρτητης κοινότητας, ενταγμένης στη μεγάλη κωμόπολη της Λαπήθου.
Στην Πάνω Λάπηθο βρίσκονται οι ενορίες της Αγίας Παρασκευής και της Αγίας Αναστασίας. Στην Κάτω Λάπηθο βρίσκονται οι ενορίες του Αποστόλου Λουκά, του Αγίου Θεοδώρου και του Αγίου Μηνά με τις δικές τους εκκλησίες.
Η εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου
Είναι η αρχαιότερη εκκλησία της Λαπήθου, κτισμένη τον 18ο αιώνα στο κέντρο της Λαπήθου.
Το υπέροχο εικονοστάσι της ήταν στολισμένο με ωραιότατες βυζαντινές εικόνες του 1793.
Στο κέντρο της Λαπήθου, σε χώρο μεταξύ των τριών ενοριών Αγίου Θεοδώρου, Τιμίου Προδρόμου και Αποστόλου Λουκά, υπήρχε η έβδομη ενορία του Δήμου Λαπήθου, η οποία ανήκε αποκλειστικά στην οθωμανική κοινότητα, αποκαλούμενη τουρκική συνοικία. Εξυπηρετούσε αποκλειστικά τους Τουρκοκύπριους κατοίκους της Λαπήθου, είχε δικό της Τουρκοκύπριο κοινοτάρχη, τουρκοκυπριακό σχολείο και ξεχωριστούς τόπους λατρείας με δύο τζαμιά.
Μικρά εκκλησάκια, αγκωνάρια της πίστης των Λαπηθιωτών. Συλημένα, χωρίς καμπαναριά και σταυρούς. Ο Τούρκος εισβολέας άλλα μετέτρεψε σε στάβλους ζώων και άλλα σε αίθουσες διδασκαλίας χορού. Στα ερείπιά τους κατοικούν οι Άγιοί μας, που αρνήθηκαν να φύγουν. Το ξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας, στ’ αλώνια της ενορίας του Αγίου Θεοδώρου, λεηλατημένο χωρίς εικόνες και θυμιατά.
Απάνω ψηλά στην περιοχή Κρινιά το μικρό ξωκκλήσι της Παναγίας της Κρινιώτισσας, βυθισμένο κι αυτό στη σιωπή, μισογκρεμισμένο. Αργοανασαίνει, προσμένοντας κάθε άνοιξη μυρωδιές Ανάστασης από τους κατάλευκους κρίνους, που χωρίς να γνωρίζουν από πολέμους και κατοχή, συνεχίζουν ν’ αναφύονται γύρω του, έστω και λιγοστοί.
Ριζωμένο στη Λαπηθιώτικη γη, στο πείσμα των καιρών, στέκει ανεμόδαρτο στους πρόποδες του Πενταδάκτυλου το μικρό ξωκκλήσι του Αγίου Παύλου. Μυρωδιά από λιβάνι και μύρο αναδύονται από τα χαλάσματά του.
Οι πανέμορφες τοιχογραφίες αυτών των δύο ξωκκλησιών, αν και έγιναν έρμαιο στον πανδαμάτορα χρόνο, στέκουν πεισματικά απέναντι στην αδιαφορία του εισβολέα, κόντρα στα ραπίσματα των ανέμων και της βροχής, υπομονετικά κάτω από τη θωριά του καυτού ήλιου, αρνούμενες να εξαφανιστούν από τους ερειπωμένους τοίχους.
Στην ενορία της Αγίας Παρασκευής καρφώνει ο Άγιος Ανδρόνικος τα μάτια του απέναντι στο βαθύ πέλαγο και περιμένει τον Θησέα που θα διώξει τον Μινώταυρο. Στο κατώφλι του χρόνια τώρα οι πρόσφυγες Λαπηθιώτες ανάβουν το καντήλι της υπομονής τους.
Εξωκκλήσι της ενορίας του Τιμίου Προδρόμου είναι ο θαυματουργός Άγιος Γεώργιος ο Εξορινός, όπως καθολικά πιστεύετο, ενώ εκκλησιαστικά ανήκε και αυτό στην ενορία της Αγίας Παρασκευής. Η βόρεια αυλή του Ναού αποτελούσε το όριο των δύο ενοριών.
Σ’ αυτή την ενορία ακούονται ξόρκια και προσευχές για να ξοριστεί το κακό. Ψίθυροι πιστών που φέρνει ο άνεμος από μακριά περιτριγυρίζουν το ξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου του Εξορινού.
Το τελευταίο ξωκκλήσι του θαυματουργού Αγίου Κουρνούτα, βουβό και σιωπηλό, περιμένει υπομονετικά τη στιγμή που θα ξανακαταραστεί τους απίστους, που το βεβήλωσαν για δεύτερη φορά.
Τα ίχνη του Αγίου Αντωνίου χάθηκαν προ πολλού, η μνήμη του όμως παραμένει πιστή και αχώριστη σύντροφος των Λαπηθιωτών.
Το προσκυνητάρι της Αγίας Μαύρης άντεξε τριάντα χρόνια κατοχής, προτού οι άπιστοι εξαφανίσουν τα ίχνη του από την ενορία του Αγίου Μηνά.
Η Αγία Βαρβάρα είχε την ίδια τύχη με το ξωκκλήσι του Αγίου Αντωνίου.
Από ψηλά ο Παντοκράτορας σιωπηλός παρακολουθεί και προστάζει:
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι…»
Ξωκκλήσια – Κοιμητήρια
«Αυτά τα εκκλησάκια: το πείσμα του λαού, έξω στην ύπαιθρο – το πείσμα του που βάσταξε αιώνες».
Γιώργος Σεφέρης
Αϊρκώτισσα
«Οι νεκροί δεν κοιμούνται – αγροικούν
οι νεκροί δεν κοιμούνται – πονούν
ποιος θα ξεπλύνει την ντροπή»
«Το ξωπόρτι της Αγίας Ευδοκίας
σφάλισε την ντροπή του εισβολέα.
Στο κατώφλι της, οι Άγγελοι μετρούν
τα χρόνια της σιωπής – τα χρόνια της υπομονής».
Αρχάγγελος
Η θύελλα του Αττίλα πέρασε·
πίσω της άφησε βαθιά τα σημάδια της.
Από τους γκρεμισμένους τοίχους της σιωπής
ξεδιπλώνει την οργή του.
Δίπλα οι νεκροί ανασαίνουν το μύρο της Ανάστασης.
Άγιος Μάμας
Ανεμόδαρτα ναυάγια της τρικυμίας
που σκέπασε τούτη τη γη των Αγίων.
Άδεια τα μνήματα, σπασμένοι οι σταυροί.
Όμως οι νεκροί είναι εδώ, ζωντανοί φύλακες
τούτης της γης. Μοσχομύριστο λιβάνι της άνοιξης
που πάντα έρχεται – πάντα ανθεί.
Άγιος Γεώργιος ο Σπηλιώτης
Αγέρωχο κι ανυπόταχτο το ξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου του Σπηλιώτη ψηλά στον λόφο, μέσα σε μια σπηλιά, δεσπόζει της ενορίας του Αγίου Μηνά. Χωρίς ύμνους και προσευχές αντιμάχεται τον εισβολέα και τον πανδαμάτορα χρόνο.
Εκπαίδευση – Εκπαιδευτήρια
Δημοτικά Σχολεία
Άνθρωποι φιλοπρόοδοι και γνωστικοί οι Λαπηθιώτες επένδυαν στη μόρφωση των παιδιών τους.
Τα πρώτα λίγα γράμματα τα έμαθαν από τους ιερείς.
Ύστερα στα κρυφά σχολειά.
Τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του εικοστού λειτουργούν στη Λάπηθο τα πρώτα δύο σχολεία – Αρρεναγωγεία. Το ένα στις αίθουσες της Αγίας Παρασκευής και το άλλο σ’ έναν πανύψηλο βράχο,«Στο Κάστρο», πάνω από το Δημαρχείο. Το Παρθεναγωγείο Λαπήθου, που κτίστηκε στον αυλόγυρο της εκκλησίας της Αγίας Αναστασίας πάνω στον βράχο της Ακρόπολης, αντικατέστησε το μικρό σχολείο για τα κορίτσια που λειτουργούσε σε αίθουσες της εκκλησίας του Αποστόλου Λουκά. Αργότερα, κοντά στο 1945, δημιουργήθηκαν τα μικτά σχολεία.
Στη Λάπηθο του 1974 λειτουργούσαν τρία σχολεία: Η Α’ Αστική, το άλλοτε Α’ Δημοτικό Σχολείο, κοντά στο Δημαρχείο, η Β’ Αστική στην ενορία του Αγίου Θεοδώρου και η παλαιότερη Β’ Αστική, «Το Πάνω Σχολείο», στον ψηλό βράχο δίπλα στην Εκκλησία της Αγίας Αναστασίας, που λειτουργούσε ως Κοινοτικό Νηπιαγωγείο και ως χώρος εργαστηρίων της Α’ Αστικής.
Σχολεία με παράδοση που δίδαξαν στους Λαπηθιώτες μαθητές τις αξίες και τις αρετές, το ήθος και τη φιλοπατρία. Κτήρια επιβλητικά της νεοκλασικής περιόδου, πετρόκτιστα, με τα κιονόκρανα να τους θυμίζουν την καταγωγή τους. Τα σχολεία της Λαπήθου μαζί με άλλα κτήρια αποτελούσαν ξεχωριστά δείγματα πολιτισμού της κωμόπολης και συνέχεια του μακραίωνου πολιτισμού της.
Eλληνικό Γυμνάσιο Λαπήθου
Κτισμένο σ’ ένα ειδυλλιακό καταπράσινο τοπίο στην ενορία του Αγίου Μηνά. Δύο μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα με θαυμάσια αρχιτεκτονική, που του πρόσδιδαν μνημειακό χαρακτήρα και συμπλήρωναν την ομορφιά της θελκτικής κωμόπολης.
Η ιστορία του ξεκινά το 1910, όταν υπό την αιγίδα του τότε Μητροπολίτη Κερύνειας οι Λαπηθιώτες και οι Καραβιώτες ίδρυσαν την «Ανωτέρα Ελληνική Σχολή Λαπήθου-Καραβά».
Τριάντα χρόνια αργότερα αρχίζει η σταδιακή ανέγερση του σχολικού κτηρίου με εισφορές των κατοίκων και εράνους στο εξωτερικό από απόδημους Λαπηθιώτες. Πρωτολειτούργησε το 1943 και έγραψε τη δική του ιστορία στα δρώμενα της Λαπήθου, αλλά και ολόκληρης της Επαρχίας Κερύνειας.
Το Γυμνάσιο της Λαπήθου αποτελούσε κέντρο πολιτιστικών εκδηλώσεων και άλλων δραστηριοτήτων. Στελεχωμένο με ακούραστους σκαπανείς των γραμμάτων και του πνεύματος, ανέδειξε ξεχωριστές φυσιογνωμίες, που με τη δημιουργική τους πορεία λάμπρυναν ακόμα περισσότερο την όμορφη κωμόπολη.
Στην αξεθώριαστη μνήμη των Λαπηθιωτών παραμένουν ζωντανές οι γιορτές των ανθεστηρίων που διοργανώνονταν στην αυλή του Γυμνασίου, οι παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας, οι γυμναστικές επιδείξεις, οι αγώνες και άλλες λαμπρές εκδηλώσεις. Αθλητικό φυτώριο ολόκληρης της Επαρχίας Κερύνειας, μέσα από το οποίο ξεπετάχτηκαν αθλητές και πρωταθλητές που είχαν πάντοτε στόχο τους το «ευ αγωνίζεσθαι».
Στις 6 Αυγούστου του 1974, στην αυλή του περήφανου Ελληνικού Γυμνασίου Λαπήθου, μέσα από τους βομβαρδισμούς και τη φωτιά, παίχτηκε η τελευταία σύγχρονη τραγωδία της Λαπήθου και των ανθρώπων της. Κάτω από ένα φεγγάρι κόκκινο – μισό, η Λάπηθος «εάλω»…
Αναμορφωτική Σχολή Λαπήθου
Στο παραλιακό μέτωπο, μεταξύ της Ακτής Κανάρη και δυτικά της Παναγίας της Αχειροποιήτου, λειτούργησε το 1943 η μοναδική στην κατηγορία της Παγκύπρια Αναμορφωτική Σχολή Λαπήθου (The Reform School of Lapithos). Την περίοδο της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας μετονομάστηκε σε Αναμορφωτική Σχολή Λαμπούσης.
Καταργήθηκε λίγα χρόνια μετά το 1974, όταν νέες νομοτεχνικές υποδομές και νέα δεδομένα δεν επέτρεψαν την περαιτέρω λειτουργία της. Μεταπολεμικά λειτούργησε για ακόμη πέντε χρόνια, μέχρι το τέλος του 1979 με νέα μορφή, στις εγκαταλειμμένες στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Άγγλων “Salamandra”, στα Πολεμίδια Λεμεσού. Η Σχολή ανάμεσα στις πλατιές λαϊκές μάζες των κατοίκων της περιοχής Λαπήθου-Καραβά ήταν γνωστή με την ονομασία «Το Σωφρονιστήριο της Λαπήθου».
Κατά παραδοχή των Άγγλων, η Σχολή από την αρχή της λειτουργίας της είχε εκπληκτικά αποτελέσματα και πρωτοπορούσε ανάμεσα στις χώρες της Κοινοπολιτείας. Οι νεαροί τότε αδικοπραγούντες τρόφιμοι της Σχολής (παιδιά κάτω των 18 ετών), χρειάζονταν περισσότερη φροντίδα και προστασία, γι’ αυτό και στόχος της Σχολής ήταν η εκπαίδευση παρά η τιμωρία, κάτι που εφαρμόστηκε στην πράξη και πέτυχε πλήρως.
Λαϊκές Τέχνες
Η Λάπηθος ήταν το μεγαλύτερο και σημαντικότερο κέντρο βιοτεχνίας της Κύπρου. Τα κυριότερα είδη βιοτεχνίας που αναπτύχθηκαν εκεί είναι η Αρχιτεκτονική, η Αγγειοπλαστική, η Μεταξουργία, η Υφαντική, η Κεντητική, η Μεταλλουργία, η Καλαθοπλεκτική και η Ξυλογλυπτική.
Τέχνη είναι η επιδεξιότητα του ανθρώπου να μπορεί να εκτελέσει ένα χειρωνακτικό έργο με βάση την ικανότητά του, την εμπειρία και την εφαρμογή των τεχνικών του γνώσεων στην πράξη. Οι παραδοσιακοί τεχνίτες ήταν κυρίως αυτοδίδακτοι και αποκτούσαν ικανότητες και εμπειρίες μόνο με την άσκηση της τέχνης τους, παρακολουθώντας από κοντά τούς παλαιότερους και έμπειρους τεχνίτες. Η δυνατότητα μόρφωσης μέσω βιβλίων και θεωρίας ήταν απειροελάχιστη, αλλά και αν υπήρχε τέτοιο ενδεχόμενο, τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα, γιατί όλοι αυτοί οι παραδοσιακοί τεχνίτες, παρ’ όλο που ήταν φιλότιμοι και εργατικοί, στην πλειοψηφία τους ήσαν κυρίως αγράμματοι.
Όλες σχεδόν οι χειρωνακτικές τέχνες παρουσιάστηκαν στη Λάπηθο και ήταν αλληλένδετες και αλληλοεξαρτώμενες μεταξύ τους, γι’ αυτό και δικαίως μέχρι σήμερα η Λάπηθος χαρακτηρίζεται ως το «μεγαλύτερο πολυεργαστηριακό κέντρο της Κύπρου», με μοναδικές περγαμηνές σε έργα, αντικείμενα και κατασκευές.
Αρχιτεκτονική
Aρκετοί Λαπηθιώτες πρωτομάστορες της οικοδομικής τέχνης υπήρξαν ονομαστοί τεχνίτες και περιζήτητοι κατασκευαστές, αφήνοντας πίσω τους έργα και οικοδομήματα, τα οποία προκαλούν τον θαυμασμό, την απορία και πολλά αναπάντητα ερωτηματικά στους σημερινούς αρχιτέκτονες, πολιτικούς μηχανικούς και εργολάβους. Μέσω της οικοδομικής τέχνης εντοπίζουμε τα ξεχωριστά και εντυπωσιακά στοιχεία της Λαϊκής Αρχιτεκτονικής, τα οποία την περιβάλλουν και την προβάλλουν παγκύπρια.
Στη λιθόκτιστη αρχοντική οικοδομή της Λαπήθου, εκτός από τον λειτουργικό εσωτερικό διαχωρισμό, έπρεπε και η εξωτερική εμφάνιση να είναι πάντοτε όμορφη και εντυπωσιακή με τις αψιδωτές σκαλιστές καμάρες, τις καμαρόπορτες, τους κουζοστάτες, τα σιδεροασφαλισμένα παραθυρόφυλλα και αρσέρες, ενώ πολλά αρχοντικά διανθίζονταν στην πρόσοψή τους, τόσο με την εγχάρακτη ημερομηνία κατασκευής τους, όσο και με τα χαρακτηριστικά πανέμορφα σκαλιστά οικόσημα.
Όπως ήταν φυσικό, οι Λαπηθιώτες τεχνίτες και πρωτομάστορες δεν περιορίστηκαν να κτίζουν μόνο στη δική τους κωμόπολη. Τα έργα τους καταμαρτυρούν παρουσία σ’ ολόκληρη την Κύπρο, αν κρίνουμε από τα επιτεύγματά τους. Στη Λευκωσία συναντούμε μέχρι σήμερα κτίσματα, όπως το Ελένειο Δημοτικό Σχολείο, τα ξενοδοχεία Ακροπόλ, Νικοσία Πάλας και Ρήγαινας. Στην Επαρχία της Πάφου τη Βρύση των Πεγειώτισσων, τη Βρύση της Λυσούς, την εκκλησία του Αγίου Μηνά στο Νέο Χωρίο Πάφου, την εκκλησία του Αγίου Μάμα στην Περιστερώνα Πάφου. Στον Πύργο Λεμεσού θαυμάζουμε την εκκλησία της Παναγίας της Aϊπυργώτισσας και τόσα άλλα.
Κεραμική – Αγγειοπλαστική
Ιδιαίτερα η Λάπηθος φημίζεται για την Αγγειοπλαστική της τέχνη, της οποίας η προέλευση χάνεται στα βάθη των αιώνων και ακουμπά στο 5000 π.Χ., σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αρχαιολογικών ευρημάτων.
Η παράδοση θέλει την τέχνη των πήλινων αγγείων στη Λάπηθο να την εφεύρε ο Κινάρας ή Κινύρας και από γενιά σε γενιά διατηρήθηκε μέχρι σήμερα.
Η φήμη των Λαπηθιώτικων αγγείων και κυρίως των «αλειφτών» δεν περιορίστηκε μόνο στην Κύπρο, αλλά ταξίδεψε σε πολλές χώρες του κόσμου. Παίρνοντας άργιλο από τη γη τους και νερό από τις πηγές τους, που δεν στέρευαν ποτέ, με μαστοριά και φαντασία δημιουργούσαν στον τροχό περίφημα αγγεία ξεχωριστής τέχνης.
Δείγματα αξιόλογης κεραμικής τέχνης, που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, ακόμη και ο τροχός της αγγειοπλαστικής, αποδεικνύουν περίτρανα ότι η τέχνη επεξεργασίας του πηλού ήταν ανεπτυγμένη και βαθιά ριζωμένη στον χώρο της αρχαίας Λαπήθου, εδώ και αιώνες. Αγγεία κεραμικής τέχνης από σημαντικές ανασκαφές που προέρχονται από τα πανάρχαια χρόνια (3000 π.Χ.) αποτελούν τις πιο έγκυρες και αδιάψευστες μαρτυρίες.
Τα περίφημα και μοναδικά στο είδος τους «αλειφτά» της Λαπήθου είναι έργα απαράμιλλης τέχνης, ομορφιάς χρωμάτων και τεχνοτροπίας. Αποτελούν μέχρι σήμερα τη συνέχεια της Βυζαντινής Μεσαιωνικής Κεραμικής Τέχνης, διατηρώντας την πανδαισία και τη φωτεινότητα των χρωμάτων και των σχεδίων τους, τη λαμπρότητα και τη μεγαλοπρέπεια των κεραμικών αντικειμένων, της πάλαι ποτέ κραταιάς και ακμάζουσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Σιδηρουργία – Mεταλλουργία
Η Σιδηρουργία και η Μεταλλουργία ήταν τέχνες που αναπτύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στη Λάπηθο. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ευρήματα που αποδεικνύουν ότι η Λάπηθος από τα αρχαία χρόνια ήταν κέντρο επεξεργασίας σιδήρου και χαλκού.
Στα «κωμοδρομιά» της Λαπήθου κατασκεύαζαν με εξαιρετική μαεστρία ποικιλία γεωργικών εργαλείων και είδη οικιακής χρήσης, όπως τα γνωστά «τσιακκούθκια», μαχαίρια, τσεκούρια και δρεπάνια γνωστά ως «Λαπηθιώτικα».
Ο σιδηρουργός της Λαπήθου, κάτω από τα άγρυπνα μάτια και την εποπτεία του Αρχαίου θεού Ήφαιστου, καταϊδρωμένος και μουντζωμένος, σφυρηλατεί ακατάπαυστα το ατσάλι μέσα στη φωτιά και πάνω στο αμόνι, μέχρι να φέρει στην τελική τους μορφή έτοιμα για χρήση τα κάθε λογής μεταλλικά εργαλεία και αντικείμενα.
Η Σιδηρουργία στη Λάπηθο ανάγεται στα πανάρχαια χρόνια, με τεκμήρια και αντικείμενα που κοσμούν πολλά Μουσεία, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό.
Η Σιδηρουργία, η τέχνη – βιομηχανία επεξεργασίας του σιδήρου, είναι μια από τις αρχαιότερες πολυσύνθετες τέχνες, που αναπτύχθηκαν στη Λάπηθο και άφησε τη σφραγίδα της μέχρι το 1974, αλλά η εισβολή δεν κατάφερε να την αναστείλει και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.
Δεν ήταν μόνο τα δρεπάνια, τα τσεκούρια, τα λαπηθιώτικα μαχαίρια και «τσιακκούδκια» που κατασκεύαζε ο παραδοσιακός τεχνίτης. Μπορεί το λαπηθιώτικο «τσιακκούδι» να ήταν το σήμα κατατεθέν για τον κάθε Λαπηθιώτη, όμως η ευρύτητα των παραγόμενων αντικειμένων ήταν τεράστια.
Kεντητική
Σπουδαία θέση στις Λαϊκές Τέχνες της Λαπήθου είχε και το Κέντημα. Με το σμιλί ή με το βελόνι οι Λαπηθιώτισσες κεντούσαν τα προικιά τους, αλλά και πουλώντας τα πρόσθεταν στο εισόδημα της οικογένειας. Με το βελόνι και την κλωστή κεντούσαν τα περίφημα «ξιφτιτά», ενώ με το βελόνι έφτιαχναν τις περίφημες δαντέλες. Πολλές φορές τα λαπηθιώτικα κεντήματα βραβεύτηκαν σε εκθέσεις του εξωτερικού. Ανάμεσα σ’ αυτά η δαντέλα της Μερόπης Σιακίδου, που χάρισε στην Κύπρο το χρυσό μετάλλιο στην 8η Διεθνή Μπιενάλε χειροποίητης δαντέλας τύπου «πιπίλλας», το 1998 στην Ιταλία.
Με την Κεντητική τέχνη ασχολείτο ο γυναικείος πληθυσμός της Λαπήθου και κυρίως οι νεαρές κοπέλες, που ξεκινούσαν από μικρή ηλικία για να εξελιχθούν κατόπιν σε έμπειρες κεντήτριες, σε υφάντριες και σε ράπτριες.
Τα θαυμάσια εργόχειρα και τα λαπηθιώτικα κεντήματα, ο βελονόκομπος, το ξιφτιτό, η σταυροβελονιά, το κοπτό, ο ποταμός και η δαντέλα ήταν το καύχημα της Λαπηθιώτικης Κεντηματουργίας.
Κεντημένα πάνω σε τραπεζομάντιλα, μαξιλαροθήκες, μαντίλια, λινά κλινοσκεπάσματα, μεταξωτά υφάσματα και τόσα άλλα, αποσπούσαν τα καλύτερα σχόλια για τη μοναδικότητα της τέχνης και της αριστουργηματικής κατασκευής τους.
Εκτός από την ευχαρίστηση, την ευγενή άμιλλα και τον καλόπιστο ανταγωνισμό μεταξύ των κεντητριών της Λαπήθου, το παραγόμενο κέντημα που περίσσευε από την προίκα της κάθε κοπέλας αποτελούσε και άριστο προϊόν, διαθέσιμο προς πώληση σε σχετικά καλές τιμές για την τότε εποχή, συμβάλλοντας έτσι θετικά στο οικογενειακό εισόδημα.
Μικροέμποροι της τότε εποχής, οι γνωστοί «Κεντητάρηδες», συντόνιζαν την όλη παραγωγή και στη συνέχεια διέθεταν προς πώληση τα κεντήματα σε κάθε γωνιά της Κύπρου. Κάποιοι ξεπερνούσαν και τα κυπριακά σύνορα, φτάνοντας μέχρι την Ιωνία – Μικρά Ασία, Βενετία και Αγγλία.
Η κλωστή, το βελόνι και το σμιλί και σε ορισμένες περιπτώσεις το ύφασμα, ήταν τα κύρια αντικείμενα και οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες της Λαπήθου. Από εκεί και πέρα έπρεπε να επιστρατευτεί η φαντασία, η τελειότητα και η επιδεξιότητα της κάθε κεντήτριας για να παραχθεί κάτι το τέλειο και αξιοθαύμαστο.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο, με κλωστή και βελόνι δίχως ύφασμα, μπορούσε να κατασκευαστεί ο μοναδικός βελονόκομπος της Λαπήθου, ένα αρκετά δύσκολο κέντημα με ξεχωριστή τέχνη, ομορφιά και τελειότητα, καθώς και η υπέροχη δαντέλα, γνωστή ως η λαπηθιώτικη «πιπίλλα», μοναδική στο είδος της σ΄ ολόκληρη την Κύπρο.
Ένα άλλο ξεχωριστό κέντημα που γινόταν πάνω σε ύφασμα στη Λάπηθο, από τα πολύ παλιά χρόνια, ήταν το «ξιφτιτό» (αυτό που αργότερα επικράτησε και ως λευκαρίτικο), το οποίο αρχικά συναντούμε πάνω σε μεταξωτό ύφασμα και αργότερα σε λινό.
Υφαντική
Η Υφαντική τέχνη όπως και η Αγγειοπλαστική έχουν στη Λάπηθο μακραίωνη παράδοση και χάρισαν με τα αριστουργήματά τους μεγάλη φήμη στην κοινότητα. Το 1955 στη Λάπηθο λειτουργούσαν 500 αργαλειοί. Τα λαπηθιώτικα υφαντά, με τη μεγάλη ποικιλία και τέχνη τους, ήταν ξακουστά, όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και στο εξωτερικό, όπου εξάγονταν από τους εμπόρους της Λευκωσίας.
Τα λαπηθιώτικα μεταξωτά ήταν από τα ωραιότερα υφάσματα που έχει να επιδείξει η κυπριακή υφαντική τέχνη, που για πολλές υφάντριες ήταν το βιοποριστικό τους επάγγελμα.
Η Λάπηθος ήταν ξακουστή για το μετάξι της και θεωρείται πρωτοπόρος, τόσο στην εκτροφή του μεταξοσκώληκα, όσο και στην τέχνη της μεταξουργίας.
Ξυλουργία – Ξυλογλυπτική
ΗΞυλογλυπτική τέχνη της κατεργασίας και διακόσμησης του ξύλου αναπτύχθηκε στη Λάπηθο από τα πολύ παλιά χρόνια και έχει να επιδείξει αριστουργηματικές κατασκευές: Γεωργικά εργαλεία, οικοδομικά και οικιακά είδη, έπιπλα, εκκλησιαστικά είδη και άλλα, όλα διακοσμημένα στο χέρι με υπέροχες παραστάσεις γεωμετρικές και άλλες, παρμένες από το φυσικό περιβάλλον.
Ξακουστά τα περίφημα λαπηθιώτικα σεντούκια, όπου οι γυναίκες φύλαγαν την προίκα τους και δεν έλειπαν από κανένα σπίτι.
Η Ξυλουργία, συναφής προς την οικοδομική τέχνη, μέσω της υλοτομίας προϋπήρξε, αφού η μη κατεργάσιμη ξυλεία κατευθείαν από τα δάση χρησίμευσε στην αρχαιότητα για την κατασκευή των πρόχειρων ξύλινων οικισμών.
Στη Λάπηθο η Ξυλουργία, από πολύ νωρίς, σε συνδυασμό με τις άλλες λαϊκές τέχνες, όπως τη Σιδηρουργία και την Οικοδομική, αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό για να διατηρηθεί με διάφορες μορφές μέχρι τις μέρες μας ως μια αξιόλογη και αξιοθαύμαστη λαϊκή τέχνη.
Σε συνδυασμό με τη βαριά Σιδηρουργία δημιουργήθησαν τα ναυπηγεία, όπου κατασκευάζονταν τα πλοία. «Λάπηθος έστι πόλις ύφορμον έχουσα και νεώρια, Λακώνων κτίσμα και Πραξάνδρου» λέγει ο Ιστορικός και Γεωγράφος Στράβωνας στην περί Λαπήθου αναφορά του το έτος 30 μ.Χ.
Παράλληλα με τις σημαντικές λαϊκές τέχνες, στον χώρο της Λαπήθου αναπτύχθηκαν και κάποιες άλλες τέχνες μικρότερης εμβέλειας, καθώς και μικροβιοτεχνίες, όπως ήταν η Λευκοσιδηρουργία (οι γνωστοί «τενεκετζήδες»), η Καλαθοπλεκτική και η Χρυσοχοΐα, τέχνες οι οποίες σιγά σιγά εξασθένησαν και χάθηκαν πρωτύτερα ή οι μαστόροι τους εγκατέλειψαν τη Λάπηθο για να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη της Κύπρου με καλύτερες προοπτικές.
Τρεις από τις κυριότερες Λαϊκές Τέχνες συνεχίζουν τη λειτουργεία τους μέχρι σήμερα και έχουν ήδη εγγραφεί στον Εθνικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Κύπρου.
Αυτές είναι:
Εφυαλωμένη Κεραμική της Λαπήθου (Αγγειοπλαστική)
Λαπηθιώτικη Δαντέλα – Πιπίλλα (Κεντητική)
Λαπηθιώτικα Μαχαίρια – Τσιακκούθκια (Σιδηρουργία – Μαχαιροποιία)
Nερόμυλοι της Λαπήθου
Οι νερόμυλοι της Λαπήθου, δεκαεννέα τον αριθμό μέχρι τη δεκαετία του 1940 και είκοσι ένας κατά τα παλαιότερα χρόνια, ήταν κτισμένοι κατά μήκος της ροής του ποταμού του Κεφαλόβρυσου, που διέσχιζε την ενορία της Αγίας Παρασκευής, συνέχιζε μέσω της ενορίας του Τιμίου Προδρόμου και κατέληγε στον καταπράσινο κάμπο της Λαπήθου.
Σε ιστορικές αναφορές (βλ. Κυπριακά Χρονικά, τεύχος Χ. 1934, σελίδα 230) η παρουσία των νερόμυλων της Λαπήθου ανάγεται πριν από την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Κύπρο και συγκεκριμένα στο 1478 μ.Χ., όπου ο Ιταλός Jovanes de Negreponte, σε διαθήκη της τότε εποχής, αναφέρεται να κατείχε νερόμυλο στη Λάπηθο. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την ύπαρξη των νερόμυλων στη Λάπηθο κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στο νησί, ακόμη και επί Φραγκοκρατίας, αφού λατινικές ονομασίες αναφέρονται και μεταγενέστερα.
Οι τρεις τελευταίοι νερόμυλοι βρισκόντουσαν στην ενορία του Τιμίου Προδρόμου, ενώ οι υπόλοιποι στην ενορία της Αγίας Παρασκευής.
Η κατασκευή και η συνεχής χρήση τόσων πολλών νερόμυλων από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας καταμαρτυρεί την ύπαρξη μιας έντονης βιομηχανικής δραστηριότητας και αναπτυγμένης ζωής στη Λάπηθο, που φτάνει μέσα από τα βάθη αιώνων και που οφείλεται στην εφευρετικότητα και την εργατικότητα των Λαπηθίων. Ανακάλυψαν τη μαγική δύναμη του νερού και την αξιοποίησαν με κάθε δυνατό τρόπο προς όφελος των κατοίκων και της οικονομίας, με αποτέλεσμα να βλέπουμε σήμερα την ανθρωπότητα, εν μέσω βιομηχανικής επανάστασης, με δυσκολία και εναγωνίως να προσπαθεί να επιστρέψει πίσω στις πρωτογενείς μορφές ενέργειας, όπως είναι το νερό, ο ήλιος, ο αέρας, εκεί δηλαδή που οι Λαπηθιώτες πρωτοπόρησαν εκατοντάδες χρόνια πριν.
Ο Δήμος Λαπήθου σήμερα στεγάζεται και λειτουργεί προσωρινά στην οδό Προδρόμου 36, 2063 Στρόβολο, Λευκωσία Κύπρος.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Διεύθυνση:
Ρηγαίνης 78, 1010 Λευκωσία,
Τ.Θ. 22033, 1516 Λευκωσία, Κύπρος
Τηλ: +357 22 445170
Φαξ: +357 22 677230
Email: endeky@ucm.org.cy