Πύλη Αμμοχώστου – Επαρχία Λευκωσίας
Παραλιακό μέτωπο – Επαρχία Λεμεσού
Λίμνη Αλυκής – Επαρχία Λάρνακας
Πέτρα του Ρωμιού – Επαρχία Πάφου
Παραλία Πόλης Αμμοχώστου - Επαρχία Αμμοχώστου
Κάστρο της Κερύνειας – Επαρχία Κερύνειας
Ακανθού
Δήμος υπό τουρκική κατοχή από το 1974
Τ.Θ.: 42291
6532 Λάρνακα
Κύπρος
Δήμαρχος: Ελένη Χατζήμιχαηλ
Τηλ.: +357 24623566 , +357 24635578
Φαξ: +357 24815008
Email: akathou@cytanet.com.cy
Website: http://www.akanthou.org.cy
Τοποθεσία – Ονομασία
Η κωμόπολη της Ακανθούς βρίσκεται στην επαρχία Αμμοχώστου, στους βόρειους πρόποδες του Πενταδακτύλου, 200μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Της έχουν χαριστεί απλόχερα τόσες ομορφιές όσες σε καμιά άλλη περιοχή της Κύπρου. Στην περιοχή υπάρχουν τρία πολύ ξεχωριστά μνημεία της φύσης που δεν συναντώνται πουθενά αλλού στο νησί. Πρόκειται για τα «Στυλλάρκα» που είναι θεόρατοι βράχοι από ασβεστόλιθο, ύψους μέχρι 30 μέτρων, το «Θκιατρυπητό» ένας άλλος συμπαγής βράχος με μια τεράστια τρύπα που δίνει στον επισκέπτη το μοναδικό προνόμιο να θαυμάζει τόσο τη νότια όσο και τη βόρεια θέα του Πενταδακτύλου καθώς και τρεις καταρράκτες που είναι οι πνιγμένοι στο πράσινο, οι λεγόμενοι καταρράκτες της Μάνας. Στην ονομασία της Ακανθούς μπλέκεται ο φυσικός κόσμος, αφού η παράδοση θέλει την αγκαθιά να δίνει κατάλυμμα στη νύμφη Ανθούσα, που κατέφευγε εκεί κυνηγημένη από τη μάνητα των Σαρακινών οι οποίοι αφού διέλυσαν το γάμο της, λεηλάτησαν και το συνοικισμό (Αγκαθιά + Ανθούσα – Ακανθούσα – Ακανθού).
Τοπωνύμια – Ναοί
Η περιοχή αναφέρεται από τους ιστορικούς ως η Ακτή των Αργείων. Η γη της Ακανθούς ήταν κατάσπαρτη από αρχαία ερείπια και κατάλοιπα αρχαίων οικισμών. Έχουν καταμετρηθεί γύρω στους τριάντα οικισμούς. Είναι ένα από τα λίγα χωριά της Κύπρου με τόσα πολλά αγιώνυμα τοπωνύμια. Αναφέρεται η εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους, το μοναστήρι και η εκκλησία της Παναγίας της Περγαμιώτισσας, η εκκλησία του Αγίου Μικάλλου. Πολύ κοντά βρισκόταν μια νεκρόπολη των βυζαντινών χρόνων. Αναφέρεται, ακόμη, η Παναγία η Μελίσσα, ο Κάψαλος,ένας πολύ μικρός παράκτιος οικισμός κοντά στον οποίο βρίσκονται οι μικρές εκκλησίες της Αγίας Μαρίνας και του Αγίου Γεωργίου καθώς και τα ερείπια της αρχαίας πόλης Μακαρίας, γνωστής ως Μούλος. Άξιον αναφοράς είναι και το αρχαίο Αφροδίσιο (σήμερα περιοχή Λιαστρικά) χώρος όπου λατρεύτηκε η Αφροδίτη, θεά του έρωτα και της γονιμότητας.
Η εκκλησία του Χρυσοσώτηρα ήταν μια από τις πιο επιβλητικές και πιο μεγάλες σε μέγεθος εκκλησίες στην Κύπρο και μοναδική όσον αφορά την αρχιτεκτονική της. Αφιερωμένη στον Σωτήρα Χριστό, γιόρταζε κάθε 6 Αυγούστου τη μέρα της Μεταμόρφωσης του Κυρίου και όχι μόνον προσέλκυε χιλιάδες πιστούς απ’ όλα τα μέρη της Κύπρου αλλά αποτελούσε και ευκαιρία μεγάλης εμπορικής σύναξης, το γνωστό πανηγύρι του Χρυσοσώτηρα.
Τη θρησκευτική ευλάβεια και αφοσίωση των Ακανθιωτών μαρτυρούν και τα 22 ξωκλήσια που ήταν διάσπαρτα στην περιοχή. Ξεχωριστή θέση κατέχει η εκκλησία της Παναγίας της Περγαμιώτισσας, 6χλμ. Ανατολικά της Ακανθούς, κτίσμα του 11ου αιώνα, βυζαντινού ρυθμού και με αξιόλογο εκκλησιαστικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Σήμερα, η εκκλησία έχει αναστηλωθεί μέσω του αμερικανικού δικοινοτικού προγράμματος SAVE.
Ιδιαίτερη θέση κατέχουν, επίσης, τα δύο νεκροταφεία με τα αντίστοιχα ξωκλήσια τους, της Αγίας Φωτεινής και της Αγίας Βαρβάρας αλλά και η εκκλησία του τοπικού Αγίου Μικάλλου, τα οποία ενισχύουν τη θρησκευτική εικόνα της Ακανθούς.
Η ζωή πριν την τουρκική εισβολή
Φιλοπρόοδοι και εργατικοί οι Ακανθιώτες καλλιεργούσαν, πριν την τουρκική εισβολή του 1974, σιτηρά, χαρούπια και ελιές. Το λάδι και το τυρί της Ακανθούς ήταν περιζήτητα σ’ όλη την Κύπρο. Η μεγάλη αγάπη των Ακανθιωτών για μόρφωση χρονολογείται από τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Η κωμόπολη ανέδειξε επιφανείς επιστήμονες με πολύτιμη προσφορά στα κοινά. Αναπτύχθηκε η λαϊκή τέχνη ιδιαίτερα με τα ακανθιώτικα ξυλόγλυπτα. Η κοινότητα παρά το μικρό πληθυσμιακό της μέγεθος πέτυχε την ανακήρυξη της σε Δήμο, το μοναδικό Δήμο της Καρπασίας, από το 1908.
Η Ακανθού σήμερα
Σήμερα, η αναπόληση της Ακανθούς πληγώνει και ματώνει αγιάτρευτα, γιατί η όμορφη τούτη κωμόπολη έχει πέσει στα χέρια του Τούρκου κατακτητή, που τη λεηλατεί ασύστολα, ενάντια σ’ όλους τους διεθνείς κανονισμούς και συμβάσεις.
ΟΙ ΑΚΑΝΘΙΩΤΕΣ ΖΟΥΝ ΚΑΙ ΕΛΠΙΖΟΥΝ
ΟΙ ΑΚΑΝΘΙΩΤΕΣ ΑΓΩΝΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΟΙ ΑΚΑΝΘΙΩΤΕΣ ΑΓΩΝΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΚΑΝΘΟΥ
Αμμόχωστος
Δήμος υπό τουρκική κατοχή από το 1974
Τ.Θ.: 51682
3507 Λεμεσός
Κύπρος
Δήμαρχος: Σίμος Ιωάννου
Τηλ.: +357 25384073
Φαξ: +357 25386969
Email: ammochostos.famagusta.municipality@cytanet.com.cy
Website: http://www.ammochostos.org.cy, http://www.famagusta.org.cy/
Τοποθεσία
Η Αμμόχωστος είναι μια από τις έξι πόλεις της Κύπρου και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Κτισμένη στον ομώνυμο κόλπο με την εξαιρετικής ομορφιάς αμμουδιά, πήρε το όνομα Αμμόχωστος ως πόλη χωμένη στην άμμο. Η γεωγραφική της θέση με τα πολλά πλεονεκτήματα συνέτεινε στο να εξελιχθεί η πόλη σε σπουδαίο λιμάνι και κέντρο εμπορίου καθώς και κέντρο γενικότερων σχέσεων της Κύπρου με τη Μέση Ανατολή.
Η ιστορία της πόλης
Έγκωμη (16ος – 12ος αιώνας π.Χ.)
Στις αρχές του 16ου αιώνα π.Χ. στην ανατολική Κύπρο, στις εκβολές του Πεδιαίου ποταμού δημιουργείται η Έγκωμη, μια μικρή πολιτεία η οποία εξυπηρετεί τις ανάγκες του κοντινού λιμανιού που ασχολείται με την εξαγωγή του χαλκού. Λειτουργούν εργαστήρια επεξεργασίας του χαλκού. Τη φήμη και τη ζωή της Έγκωμης εξιστορούν τόσο οι αρχαιολογικές ανασκαφές όσο και οι ιστορικές πηγές. Η Έγκωμη εγκαταλείπεται σταδιακά στο τέλος του 12ου αιώνα π.Χ.
Σαλαμίνα (11ος – 3ος αιώνας π.Χ.)
Η Σαλαμίνα, η πόλη του Τεύκρου, είναι η ενδοξότερη κυπριακή πόλη. Είναι η απόδειξη της ύπαρξης και της εγκατάστασης των Αχαιών στην Κύπρο, αλλά και η περίοδος των τριών αιώνων κατά την οποία διαμορφώθηκαν τα πρώτα κυπριακά βασίλεια.
Μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της αρχαιότητας στο νησί ήταν ο βασιλιάς της Σαλαμίνας Ευαγόρας ο οποίος σύμφωνα με τον Ισοκράτη, ήταν «άξιος να βασιλεύει όχι μόνο της Σαλαμίνας αλλά και της Ασίας όλης».
Επαναστάτησε ενάντια στους Πέρσες και αποκατέστησε την ελληνική εξουσία στη Σαλαμίνα το 411 π.Χ., ενώ έντονη ήταν η προσπάθειά του να ενώσει όλα τα κυπριακά βασίλεια. Ακολούθησε μια πολιτική εξελληνισμού του νησιού και ήταν ο Ευαγόρας που εισήγαγε στην Κύπρο το ελληνικό αλφάβητο. Το βασίλειο της Σαλαμίνας που ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα έπαψε να υφίσταται τον 3ο αιώνα, όταν η Κύπρος προσαρτήστηκε στο Πτολεμαϊκό βασίλειο της Αιγύπτου.
Αρσινόη
Μετά την καταστροφή της Σαλαμίνας από σεισμούς, ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος ίδρυσε μετά το 274 π.Χ. στην Κύπρο τρεις πόλεις που έφεραν το όνομα της αδελφής του Αρσινόης εκ των οποίων η μια στα νότια τις Σαλαμίνας.
Κωνσταντία
Η ολοκληρωτική καταστροφή της χριστιανικής πια Σαλαμίνας από σεισμούς ήλθε το 332 και το 342 μ.Χ. Ο Κωνστάντιος, ένας από τους τρεις γιους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αναστήλωσε και πάλι την πόλη και τη μετονόμασε σε Κωνσταντία, η οποία αναπτύχθηκε σε πολιτική και εκκλησιαστική πρωτεύουσα της Κύπρου.
Στα μέσα του 7ου αιώνα αρχίζουν οι αραβικές επιδρομές που επιφέρουν την καταστροφή της Κωνσταντίας και την ολοκληρωτική εγκατάλειψή της και μετοίκηση του πληθυσμού προς ασφαλέστερη περιοχή νοτιότερα της Αρσινόης.
Αμμόχωστος
Λίγα γνωρίζουμε για την ίδρυση της πόλης. Από τον 3ο αιώνα μέχρι περίπου το 1200 μ.Χ. υπάρχει ένα κενό στις ιστορικές γνώσεις για την ίδρυση και τη δημιουργία της Αμμοχώστου. Δεν γνωρίζουμε, επίσης για τη Βυζαντινή Αμμόχωστο.
Η Φραγκοκρατία (1191 – 1489)
Η ιστορία της πόλης αρχίζει να γίνεται σαφέστερη, κυρίως μετά τη φραγκική κατοχή. Σ’ αυτό το διάστημα η Αμμόχωστος γίνεται η βάση της οικονομίας του κράτους των Λουζινιανών, ο κυριότερος διαμετακομιστικός σταθμός για όλο το εμπόριο της Ευρώπης με την Ανατολή και το κυριότερο λιμάνι.
Ως αποτέλεσμα της διαμάχης ανάμεσα στους Λουζινιανούς και τους Γενουάτες, το 1374 η Γένουα έστειλε το στόλο της στην Αμμόχωστο, ο οποίος κατέστρεψε και λεηλάτησε την πόλη. Η Αμμόχωστος έμεινε υπό γενουάτικη κατοχή για 90 χρόνια και κατά την περίοδο αυτή οδηγήθηκε σε γρήγορη παρακμή.
Η Ενετοκρατία (1489 – 1571)
Οι ενετοί παρέλαβαν το 1489 τη διακυβέρνηση του νησιού κάτω από τις απειλές των Τούρκων. Ως η κυριότερη ναυτική δύναμη της Μεσογείου, η Βενετία είχε αναλάβει να αναχαιτίσει την τουρκική επέλαση. Η Αμμόχωστος ήταν ήδη μια διαλυμένη πόλη εξαιτίας της πολύχρονης διαμάχης ανάμεσα στους Λουζινιανούς και τους Γενουάτες. Οι Ενετοί έφεραν στο νησί μηχανικούς από τη Βενετία στους οποίους ανέθεσαν την περαιτέρω ενίσχυση και ενδυνάμωση των οχυρώσεων της πόλης.
Η Τουρκοκρατία (1571 – 1878)
Μετά από πολιορκία ενός χρόνου και παρόλη τη γενναία αντίσταση των υπερασπιστών της, έπεσε η Αμμόχωστος στα χέρια των Τούρκων τον Αύγουστο του 1571. Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν σε χριστιανούς να κατοικούν στην εντός των τειχών πόλη της Αμμοχώστου. Έτσι, από τότε οι Έλληνες κάτοικοι άρχισαν αναγκαστικά να κατοικούν έξω από την εντός των τειχών Αμμόχωστο, στα προάστεια, γνωστά ως Βαρώσια.
Επακόλουθο αυτής της πορείας ήταν η δημιουργία της νέας πόλης της Αμμοχώστου.
Η Αγγλοκρατία (1878 – 1960)
Οι Άγγλοι, οι οποίοι παρέλαβαν μιαν ανατολίτικη πόλη σε άθλια κατάσταση, γρήγορα κατάλαβαν τη σημασία του λιμανιού της Αμμοχώστου. Όταν οι Άγγλοι έφθασαν στην Αμμόχωστο, είχε πληθυσμό 2.000 ανθρώπων. Στις αρχές του αιώνα, το 1904, γίνονται κάποια βελτιωτικά έργα στο λιμάνι, ενώ εγκαινιάζεται η σιδηροδρομική σύνδεση της Αμμοχώστου με τη Λευκωσία. Αυτό δίνει κάποιες ελπίδες και κάποια ώθηση στην εμπορικότητα της πόλης.
Η ανάπτυξη της Αμμοχώστου πριν από το 1974
Ο πληθυσμός της πόλης πριν από την τουρκική εισβολή και το βίαιο εκτοπισμό των νομίμων Ελληνοκυπρίων κατοίκων της ανερχόταν στους 45.000. Η Αμμόχωστος ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Κύπρου.
Η ύπαρξη του λιμανιού και η προσέλευση εργατικού δυναμικού από τις αγροτικές περιοχές ήταν ο κυριότερος συντελεστής αύξησης του πληθυσμού.
Μέχρι το 1974 το λιμάνι της Αμμοχώστου ήταν το κύριο λιμάνι του νησιού, τόσο από απόψεως χωρητικότητας, όσο και από απόψεως διακίνησης εμπορευμάτων και επιβατών.
Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 υπήρξε μεγάλη ανάπτυξη στην πόλη, στους τομείς της βιομηχανίας και του εμπορίου.
Αλματώδης όμως ανάπτυξη ήταν αυτή στον τομέα του τουρισμού. Το 1973 ποσοστό 31.5% των ξενοδοχείων της Κύπρου βρίσκονταν και λειτουργούσαν στην Αμμόχωστο, και είχαν δυναμικότητα 45% του συνόλου των κλινών.
Η Αμμόχωστος πριν από το 1974 ήταν μια πόλη όνειρο. Μια πόλη που έσφυζε από ζωή. Ήταν μια πόλη με τα περιβόλια και τις ευωδίες των ανθών των εσπεριδοειδών της. Μια πόλη με τη χρυσή αμμουδιά. Μια πόλη γεμάτη ζωή. Η ραγδαία ανάπτυξη της πόλης οφειλόταν τόσο στο εμπνευσμένο Δημοτικό Συμβούλιο, όσο και στους φιλοπρόοδους κατοίκους της.
Η πρόοδος σε όλους τους τομείς σε συνδυασμό με τις φυσικές ομορφιές της, συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη της Αμμοχώστου σε κέντρο πολιτιστικής ανάπτυξης. Η ζωγραφική, η ποίηση, η μουσική, το θέατρο, ο αθλητισμός, τα Ανθεστήρια, η Γιορτή του Πορτοκαλιού, η Γιορτή του Κατακλυσμού, αποτελούσαν μέρος της πολυσήμαντης πολιτιστικής και πνευματικής ζωής της Αμμοχώστου.
Ο τομέας όμως, στον οποίο κυριολεκτικά η Αμμόχωστος σημείωσε αλματώδη πρόοδο ήταν ο τουρισμός, με αποτέλεσμα πριν το 1974 να αποτελεί το πιο σημαντικό τουριστικό κέντρο του νησιού. Τα μνημεία της μεσαιωνικής εντός των τειχών πόλης κι οι αρχαιότητες της γειτονικής Σαλαμίνας και της Έγκωμης καθώς και οι όμορφες ακρογιαλιές της, έκαναν την πόλη περιζήτητο τουριστικό προορισμό.
Αγώνες για επιστροφή
Ολόκληρη η πόλη είναι σήμερα σκλαβωμένη. Ένα μέρος της πόλης, με το εμπορικό κέντρο και τα περισσότερα ξενοδοχεία της, είναι σήμερα περίκλειστο με συρματοπλέγματα. Στο υπόλοιπο μέρος της κατοικούν σήμερα Τούρκοι έποικοι και Τουρκοκύπριοι.
Η ερημιά και η βουβαμάρα κυριαρχούν στο περίκλειστο μέρος της πόλης, που αποκαλείται «πόλη φάντασμα».
Σαράντα πέντε χιλιάδες Αμμοχωστιανοί ζούν σήμερα πρόσφυγες στην ελεύθερη Κύπρο, αλλά και σε όλα τα πέρατα της οικουμένης.
Το εκλεγμένο Δημοτικό Συμβούλιο Αμμοχώστου, που εκπροσωπεί τους Αμμοχωστιανούς πρόσφυγες, αγωνίζεται τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό για προβολή του θέματος της Αμμοχώστου.
Η συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή της πόλης της Αμμοχώστου από τα τουρκικά στρατεύματα από το 1974, αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των αρχών και αξιών του διεθνούς δικαίου και παραβιάζει ξεκάθαρα όχι μόνο τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και τα δεσμευτικά ψηφίσματα 550 (1984) και 789 (1992) του Συμβουλίου Ασφαλείας, καθώς και τη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου Κυπριανού – Ντεγκτάς του 1979 , που προνοούν την επιστροφή της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της.
Το Δημοτικό Συμβούλιο Αμμοχώστου με τις ποικίλες δραστηριότητές του αγωνίζεται για επιστροφή στη γενέθλια γη. Το 2007, μετά από μια μεγάλη εκστρατεία του Δήμου Αμμοχώστου, περίπου 30.000 Αμμοχωστιανοί υπέγραψαν τη Διακήρυξη με αίτημα την επιστροφή.
Για σκοπούς διαφώτισης πραγματοποιούνται αποστολές αντιπροσωπιών του Δημοτικού Συμβουλίου και εκθέσεις φωτογραφιών της Αμμοχώστου στις Η.Π.Α., στις Βρυξέλλες, αλλά και σε πάρα πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Ο Δήμος Αμμοχώστου διοργανώνει επίσης διάφορες εκδηλώσεις και δραστηριότητες για Αμμοχωστιανούς κάθε ηλικίας, με σκοπό τη διατήρηση άσβεστης της μνήμης της κατεχόμενης πόλης μας.
Πολύ σημαντική είναι η λειτουργία του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Αμμοχώστου στην ελεύθερη περιοχή στη Δερύνεια, λίγα μόνο μέτρα από το συρματόπλεγμα. Το Πολιτιστικό αυτό Κέντρο είναι ο χώρος όπου χιλιάδες ξένοι και Κύπριοι τον επισκέπτονται κάθε χρόνο και ενημερώνονται σχετικά με το θέμα της Αμμοχώστου, αλλά και όπου πραγματοποιούνται εκδηλώσεις πολιτιστικού κυρίως περιεχομένου.
Εξήντα και πλέον σωματεία της Αμμοχώστου που ανήκουν στη Συντονιστική Επιτροπή Αμμοχώστου και έχουν δραστηριοποιηθεί στην προσφυγιά, είναι σε αγαστή συνεργασία με το Δήμο Αμμοχώστου.
Απώτερος σκοπός του Δημοτικού Συμβουλίου Αμμοχώστου είναι η ευαισθητοποίηση Κυπρίων και ξένων μέχρις ότου σημάνει η ώρα της πολυπόθητης ελευθερίας και επιστροφής στη γη που μας γέννησε.
Καραβάς
Δήμος υπό τουρκική κατοχή από το 1974
Μιλήτου 2
2028 Στρόβολος
Κύπρος
Δήμαρχος: Νίκος Χατζηστεφάνου
Τηλ.: +357 22516937
Φαξ: +357 22516941
Email: Karavas.municipality@cytanet.com.cy
Website: http://www.karavas.org.cy
Εισαγωγή
Ο Καραβάς βρίσκεται στα βόρεια παράλια της Κύπρου στην κατεχόμενη επαρχία Κερύνειας. Οι τέσσερις περίπου χιλιάδες κάτοικοί του αναγκάστηκαν το 1974 να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους λόγω της τουρκικής εισβολής.
Ο εκτοπισμένος Δήμος του Καραβά λειτουργεί στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου στη Λευκωσία. Βασικοί στόχοι της αποστολής του είναι η σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ των σκορπισμένων Καραβιωτών, η προβολή της ιστορίας και του πολιτισμού της περιοχής, καθώς και η ενίσχυση των προσπαθειών για εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης, όπου οι Καραβιώτες και όλοι οι πρόσφυγες θα μπορούν να επιστρέψουν στις πατρογονικές τους εστίες σε συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας με κατοχυρωμένα όλα τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Ιστορία του Καραβά
Στην περιοχή του Καραβά υπήρχε συνεχής κατοίκηση από την προϊστορική εποχή. Λείψανα της Νεολιθικής εποχής εντοπίστηκαν στην τοποθεσία «Γύρισμα» στην Πάνω Γειτονιά και σε άλλες περιοχές ανακαλύφθηκαν αγγεία Γεωμετρικής και Αρχαϊκής εποχής.
Στα δημοτικά όρια του Καραβά, κοντά στη θάλασσα βρίσκεται η ακρόπολη της Λάμπουσας, μιας πόλης που άκμασε από την Κλασική ως την Πρωτοβυζαντινή περίοδο και καταστράφηκε από τις Αραβικές επιδρομές τον 7ο αιώνα μ.Χ. Χαρακτηριστικά δείγματα του πλούτου της, είναι οι θησαυροί της Λάμπουσας, που βρέθηκαν εκεί και περιλαμβάνουν κοσμήματα, εκκλησιαστικά σκεύη και ασημένια κουτάλια. Πολλά αντικείμενα από τους θησαυρούς της Λάμπουσας εκτίθενται στο Κυπριακό Μουσείο, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και το Βρετανικό Μουσείο.
Τη μεσαιωνική εποχή αναφέρεται οικισμός με το όνομα Πραστειό του Καραβά [Prastio di Caravo], στον οποίο ανήκε η μονή της Αχειροποιήτου.
Ο Δήμος Καραβά
Ο Καραβάς ανακηρύχθηκε σε Δήμο το 1884. Όλα τα Δημοτικά Συμβούλια που υπηρέτησαν στον Καραβά και τα Σωματεία του Δήμου ανέπτυξαν πλούσια δραστηριότητα με αποτέλεσμα ο Καραβάς να παρουσιάζει αξιόλογη οικονομική άνθηση και ξεχωριστή δράση σε κοινωνικές, πολιτιστικές, εθνικές και αθλητικές εκδηλώσεις.
Σε κεντρική λεωφόρο του Καραβά, στη λεωφόρο Πραξάνδρου, ανεγέρθηκε το 1958 μεγαλοπρεπές Δημοτικό Μέγαρο, το οποίο στέγαζε τα γραφεία του Δήμου, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, κινηματοθέατρο και τη δημοτική αγορά.
Ο Καραβάς αποτελείται από τέσσερις γειτονιές, την Πάνω Γειτονιά, την Έξω Γειτονιά, την Πετρογειτονιά και τον Άγιο Ανδρέα. Η κάθε γειτονιά θεωρείται κοινότητα και έχει τον δικό της κοινοτάρχη και κοινοτικό συμβούλιο.
Εκπαίδευση
Αρχικά τα παιδιά από τον Καραβά και τα γύρω χωριά παρακολουθούσαν μαθήματα στο μοναστήρι της Αχειροποιήτου. Από τα μέσα του 19ου αιώνα λειτούργησε δημοτικό σχολείο κοντά στον χώρο όπου κτίστηκε αργότερα η εκκλησία της Ευαγγελίστριας. Από το 1883 λειτούργησε χωριστά Παρθεναγωγείο. Πριν το 1974 λειτουργούσαν στον Καραβά η Α’ και η Β’ Αστική Σχολή ως μικτά σχολεία και πρόσφεραν τη δημοτική εκπαίδευση. Λειτουργούσε επίσης ιδιωτική σχολή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Οικονομική ζωή
Η Λεμονοκαλλιέργεια
Σημαντική υπήρξε η οικονομική άνθηση της περιοχής ως αποτέλεσμα της εμπορικής δραστηριότητας, της ανάπτυξης της βιοτεχνίας και της πλούσιας γεωργικής παραγωγής. Στα νεότερα χρόνια η λεμονοκαλλιέργεια βρισκόταν στην άνθησή της.
Σημαντικός παράγοντας στην ανάπτυξη της περιοχής, πέρα από τις ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες, ήταν το νερό από το Κεφαλόβρυσο, που πότιζε τον εύφορο κάμπο του Καραβά.
Ο Τουρισμός
Το ιδανικό κλίμα και οι παραλίες του Καραβά βοήθησαν στη δημιουργία μικρών ξενοδοχείων και στην ανάπτυξη του εσωτερικού τουρισμού. Τα τελευταία χρόνια πριν την τούρκικη εισβολή παρατηρήθηκε στον Καραβά μια ραγδαία ανάπτυξη στον τουριστικό τομέα. Μοντέρνα ξενοδοχεία, καινούρια εστιατόρια και κέντρα αναψυχής εξυπηρετούσαν ντόπιους και ξένους. Μερικά από αυτά ήταν τα ξενοδοχεία «Κλέαρχος», «Νεράιδα», «Ζέφυρος», «Μάρε Μόντε» και τα εξοχικά κέντρα «Φοντάνα Αμορόζα», «Πράσινη Κοιλάδα», «Μύλοι», «Χρυσός Βράχος», «Πλατάνια», «Πέντε Μίλι».
Η Χειροτεχνία
Αξίζει να σημειωθεί η ξεχωριστή και πολύ παλιά επίδοση των Καραβιωτών σε κλάδους της χειροτεχνίας, όπως η ξυλουργική και η υφαντική, που οργανώθηκαν πάνω σε εμπορική βάση. Η δαντέλα του «φερβολιτέ», απαράμιλλη σε τέχνη και ομορφιά, αποτελούσε το στολίδι των καραβιώτικων σπιτιών και ταυτόχρονα πρόσφερε ένα επιπλέον εισόδημα στα νοικοκυριά. Το 2017 ο φερβολιτές εντάχθηκε στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Κύπρου.
Ενορίες- εκκλησίες του Καραβά
Στον Καραβά λειτουργούσαν πριν το 1974 τρεις ενοριακές εκκλησίες, του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Ειρήνης και της Ευαγγελίστριας.
Η ενοριακή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Μεζερέ βρίσκεται στη νοτιανατολική πλευρά του Καραβά. Προϋπήρχε εδώ μοναστήρι που διαλύθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1825 η μικρή εκκλησία της μονής μετατράπηκε σε ενοριακή εκκλησία. Η σημερινή εκκλησία κτίστηκε το 1843-1854. Είναι βασιλική με πολυγωνικό τρούλο.
Η Αγία Ειρήνη είναι κτισμένη πάνω σε μια βουνοπλαγιά του Πενταδακτύλου στη νοτιοδυτική πλευρά του Δήμου. Κτίστηκε το 1804 από τον Πρωτοσύγκελο Λαυρέντιο και τον γιο του Χ”Νικόλα, τον γνωστό πρόκριτο που μαρτύρησε μαζί με άλλους προύχοντες του νησιού στις σφαγές του Ιουλίου του 1821. Η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης είναι απλή μονόκλιτη καμαροσκεπής βασιλική με πολυγωνικό ιερό.
Στο κέντρο του Δήμου βρίσκεται η μεγαλύτερη εκκλησία του Καραβά, η Παναγία Ευαγγελίστρια, η οποία κτίστηκε την περίοδο 1906-1917 με έρανο μεταξύ των κατοίκων και εποπτεία του τότε δημάρχου Γρηγόρη Χατζηλάμπρου. Οι εικόνες είναι έργα του διάσημου ζωγράφου Φραγκουλίδη. Το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο, ο δεσποτικός θρόνος και το προσκυνητάριο είναι έργα του Φυλακτή Ταλιαδώρου και του μαθητή του Μιχαήλ Ταλιαδώρου το 1952.
Επίσης στα δημοτικά όρια Καραβά, στην περιοχή της αρχαίας Λάμπουσας βρίσκονται το ιστορικό μοναστήρι της Αχειροποιήτου και ο ναός του Αγίου Ευλαλίου αφιερωμένος στον πρώτο επίσκοπο της Λάμπουσας.
Ο Άγιος Ευλάλιος, φραγκοβυζαντινού ρυθμού, είναι χτισμένος τον 16ο αιώνα πάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου-6ου αιώνα. Είναι αφιερωμένος στον Ευλάλιο, πρώτο επίσκοπο της Λάμπουσας.
Στην εκκλησία της Παναγίας Αχειροποιήτου είναι ενσωματωμένα τμήματα από την παλαιοχριστιανική βασιλική του 6ου αιώνα. Ο κύριος ναός, χτίσμα του 11ου αιώνα είναι του εγγεγραμμένου σταυροειδούς τύπου. Μέσα στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας πιστεύεται ότι βρίσκεται το Άγιο Μανδήλιο.
Η μονή ήταν θρησκευτικό κέντρο της περιοχής και μέχρι το 1222 μ.Χ. ήταν η έδρα του Επισκόπου Λάμπουσας, ο οποίος συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους δεκαπέντε επισκόπους του νησιού. Η εκκλησία γιορτάζει στις 15 Αυγούστου, ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου, και στις 16 Αυγούστου ημέρα του Αγίου Μανδηλίου.
Στα δημοτικά όρια του Καραβά υπάρχουν δεκατέσσερα ερειπωμένα εκκλησάκια.
Εθνική προσφορά
Αξιοσημείωτη ήταν η προσφορά του Καραβά σε όλους τους αγώνες του Ελληνικού Έθνους για ελευθερία. Το 1821 οι Καραβιώτες εφοδίασαν τον Κανάρη με τρόφιμα και χρήματα για τον αγώνα. Επίσης, Καραβιώτες συμμετείχαν στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον Απελευθερωτικό Αγώνα 1955-59. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στους Βαλκανικούς Πολέμους συμμετείχαν 65 εθελοντές και ότι στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο πολέμησαν πάνω από 150 Καραβιώτες.
Η τουρκική εισβολή
Στις 20 Ιουλίου 1974 ο Καραβάς έμελλε να είναι ο πρωτομάρτυρας της τουρκικής εισβολής. Οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στην παραλιακή περιοχή του «Πέντε Μίλι», χωρίς να συναντήσουν καμιά οργανωμένη στρατιωτική αντίσταση. Οι λιγοστές δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους εισβολείς, οι οποίοι είχαν ήδη αποβιβαστεί.
Οι κάτοικοι του Καραβά οργάνωσαν αυτοσχέδια αμυντική διάταξη που ξεκινούσε από την παραλιακή περιοχή «Έξι Μίλι» και έφτανε μέχρι το Πενταδάκτυλο, με επικεφαλής τον Καραβιώτη Γιάννη Κ. Κίτσιο. Η αντίσταση κράτησε μέχρι τις 6 Αυγούστου, όταν σε περίοδο εκεχειρίας, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση από ξηρά και θάλασσα και κατέλαβαν τον Καραβά.
Συνολικά για τον Καραβά και τα περίχωρα καταγράφονται 58 περιπτώσεις στρατευσίμων και αμάχων που έπεσαν στο πεδίο της μάχης ή δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ την περίοδο της εισβολής.
Μετά την κατάληψη του Καραβά ένας μικρός αριθμός κατοίκων παρέμεινε εγκλωβισμένος, εκδιώχτηκε όμως σταδιακά μέχρι τον Αύγουστο του 1976.
Ο Καραβάς σήμερα
Σήμερα, στον Καραβά κατοικούν Τουρκοκύπριοι καθώς και έποικοι που μεταφέρθηκαν από την Τουρκία, οι οποίοι σφετερίζονται και χρησιμοποιούν τις περιουσίες των Καραβιωτών.
Όλες οι εκκλησιές και τα παρεκκλήσια του Καραβά είναι βεβηλωμένα και κατεστραμμένα. Η κεντρική εκκλησία της Ευαγγελίστριας λειτουργεί ως τζαμί. Η αρχαιολογική περιοχή της Λάμπουσας βρίσκεται εγκαταλελειμμένη χωρίς συντήρηση και πολλά αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας έχουν κλαπεί ή καταστραφεί.
Σε πολλές περιουσίες των Ελληνοκυπρίων κατοίκων του Καραβά έχουν οικοδομηθεί παράνομα κτίρια και άλλες κατασκευές με στόχο να εδραιωθεί το παράνομο καθεστώς, το οποίο καταβάλλει συστηματική προσπάθεια για εξάλειψη κάθε ίχνους που φανερώνει τον ελληνικό πολιτισμό και το ιστορικό παρελθόν της περιοχής.
Οι Καραβιώτες σήμερα
Οι κάτοικοι του Καραβά σήμερα, βρίσκονται διασκορπισμένοι στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου και σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, οι Καραβιώτες έχουν οργανωθεί σε συλλόγους και σωματεία με πολύ αξιόλογη δράση. Στην Κύπρο ιδρύθηκε το Προσφυγικό Σωματείο «Ο Καραβάς», στο Λονδίνο ο «Σύνδεσμος Λαπήθου, Καραβά και Περιχώρων», στη Μελβούρνη το Σωματείο «Λάμπουσα» Μελβούρνης και στις ΗΠΑ λειτουργεί εδώ και σχεδόν ένα αιώνα το Σωματείο «Λάμπουσα» Αμερικής. Όπου κι αν βρίσκονται οι Καραβιώτες διατηρούν τα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Ο χαρακτηριστικός χορός του Λεμονιού του Καραβά εξακολουθεί να διοργανώνεται κάθε χρόνο στην έδρα των Σωματείων των Καραβιωτών.
Βασικός στόχος είναι η ελεύθερη επιστροφή στα σπίτια και τη γη μας μέσα από μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των κατοίκων να είναι κατοχυρωμένα. Για τον σκοπό αυτό διοργανώνονται διάφορες εκδηλώσεις και δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται με την ιστορία και τον πολιτισμό του Καραβά, τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα.
Όλα τα οργανωμένα σύνολα, ο Δήμος Καραβά, το Προσφυγικό Σωματείο «Ο Καραβάς», το Πολιτιστικό Ίδρυμα Καραβιωτών, η Σχολική Εφορεία Καραβά, η Αθλητική Ένωση Καραβά «Λάμπουσα», η Νεολαία του Δήμου και οι Ναυτοπρόσκοποι του Καραβά, στεγάζονται στο οίκημα του Πολιτιστικού Ιδρύματος Καραβιωτών, μακριά από τη φυσική τους έδρα, κτίριο που ανέγειραν οι πρόσφυγες Καραβιώτες στο Στρόβολο.
Κερύνεια
Δήμος υπό τουρκική κατοχή από το 1974
Λεωφ. Μάρκου Δράκου 8
1102 Λευκωσία
Κύπρος
Δήμαρχος: Ιωσήφ Βιολάρη
Τηλ.: +357 22818040
Φαξ: +357 22818228
Email: info@kyreniamunicipality.com
Website: https://kyreniamunicipality.com
Πόλη κατεχόμενη από τα τουρκικά στρατεύματα από το 1974. Μετά τη βάρβαρη εκδίωξη τους οι Δημότες της Κερύνειας, όπως και όλοι οι άλλοι πρόσφυγες βρίσκονται διασκορπισμένοι, όχι μόνο σε όλα τα μέρη της ελεύθερης Κύπρου, αλλά και εκτός της Κύπρου.
Η ιστορία της Κερύνειας ανάγεται στο 8200-4000 π.Χ. Μαχητές του Τρωϊκού Πολέμου, μεταξύ των οποίων και ο στρατιωτικός Κηφέας, αρχηγός ομάδας ανθρώπων προερχομένων από διάφορες πόλεις της Αχαΐας εγκαταστάθηκαν, γύρω στο 1300π.Χ στα βόρεια παράλια της Κύπρου και ίδρυσαν την πόλη της Κερύνειας. Οι κάτοικοι της ήταν ελληνικής καταγωγής μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, πίστευαν σε ελληνικές θεότητες και θεμελίωσαν την ανάπτυξη τους στον ελληνικό πολιτισμό.
Κατά τη μακρόχρονη ιστορία της, παρά το πέρασμα πολλών κατακτητών, Ρωμαίων, Βυζαντινών, Φράγκων, Ενετών, Τούρκων, Άγγλων, η Κερύνεια διατήρησε άθικτο τον ελληνικό της χαρακτήρα και συνέχισε να αναπτύσσεται σε τουριστικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της Επαρχίας και της Κύπρου.
Η πορεία του πολιτισμού και των δημιουργών του διακόπηκε βίαια από την τουρκική επιδρομή και κατοχή του 1974. Οι Κερυνειώτες ήταν οι πρώτοι που πήραν το δρόμο του ξεριζωμού, αφήνοντας πίσω τους μια ιστορία να παραχαράσσεται και ένα πολιτισμό αιώνων να καταστρέφεται απερίσκεπτα και αβασάνιστα από το σύγχρονο Αττίλα με την ανοχή της διεθνούς κοινότητας.
Σήμερα ο Δήμος Κερύνειας στεγάζεται, προσωρινά, σε κτίριο που του παραχωρήθηκε από την Κυβέρνηση κοντά στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας. Αγωνίζεται για τη διατήρηση της ταυτότητας και της οντότητας των Κερυνειωτών, την ενότητα και τη συνεργασία, τη διατήρηση ζωντανών των ηθών και εθίμων με τελικό στόχο την επιστροφή όλων των Κερυνειωτών πίσω στη πατρώα γη, τη δική τους γη, τη γη που ανήκει μόνο σε αυτούς.
Ο Δήμος για την επίτευξη του στόχου διοργανώνει κάθε χρόνο σωρεία εκδηλώσεων για να έρχονται κοντά οι Κερυνειώτες και να διατηρείται έτσι η κοινωνική και πολιτιστική συνοχή, αλλά και για να ενθαρρύνει και να εμψυχώνει τους Κερυνειώτες, να αναπτερώνει το ηθικό και την αποφασιστικότητα τους για αγώνα μέχρι τη τελική δικαίωση και την επιστροφή.
Συνεργάζεται στενά με όλα τα οργανωμένα σύνολα της πόλης, αλλά και με τους άλλους κατεχόμενους Δήμους της Επαρχίας Κερύνειας και μέσω της Επιτροπής Κατεχόμενων Δήμων με όλους τους Κατεχόμενους Δήμους, για τη διεκδίκηση των δικαίων και των δικαιωμάτων όλων των προσφύγων. Συνεργάζεται πολύ στενά με το Δημοτικό Συμβούλιο Νεολαίας του Δήμου Κερύνειας με κοινό στόχο τη μεταλαμπάδευση της αγωνιστικότητας και της διεκδίκησης στη νέα Γενιά, στους συνεχιστές του αγώνα για τη δικαίωση και την Επιστροφή.
Ο Δήμος ιεραρχεί ψηλά στις προτεραιότητες του την προβολή στο εξωτερικό της παραβίασης των δικαιωμάτων των δημοτών του και την τεκμηρίωση των αναφαίρετων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ασφαλούς επιστροφής και ελεύθερης διακίνησης και για το σκοπό αυτό δημιουργεί εποικοδομητικές συνεργασίες και επαφές ιδιαίτερα με χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κομμάτι της οποίας είναι και η κατεχόμενη γη μας, αλλά και με τους ομογενείς του εξωτερικού, όπου και αν αυτοί ευρίσκονται, αντλώντας δυνάμεις για να συνεχίσει τον αγώνα δικαίωσης των δημοτών του και της Κύπρου γενικότερα.
Το αγωνιστικό πνεύμα εκφράζουν πάντοτε, σε όλα τους τα μηνύματα και με κάθε ευκαιρία η Δήμαρχος και οι Δημοτικού Σύμβουλοι τονίζοντας την ανάγκη εντατικοποίησης του αγώνα για επιστροφή, ενωμένοι όλοι κάτω από μια σημαία, κάτω από ένα κόμμα το Κερυνειώτικο Κόμμα και την Κερυνειώτικη σημαία και καλούν όλους να συσπειρωθούν μαζί τους, γιατί η Κερύνεια είναι το όριο του εαυτού μας και της Πατρίδας μας.
Κυθρέα
Δήμος υπό τουρκική κατοχή από το 1974
Αμμοχώστου 37
1016 Λευκωσία
Κύπρος
Δήμαρχος: Μάριος Ζαμπακίδης
Τηλ.: +357 22438956
Φαξ: +357 22438955
Email: dimoskythreas@cytanet.com.cy
Website: www.kythrea.com
Σύντομη ιστορική αναδρομή
Η Κυθρέα βρίσκεται περί τα 12 χλμ. βορειοανατολικά της Λευκωσίας, στις νότιες παρυφές του Πενταδάκτυλου και στο βόρειο σύνορο της πεδιάδας της Μεσαορίας. Ο Δήμος Κυθρέας ιδρύθηκε το 1915 με πρώτο Δήμαρχο τον Νικόλαο Καττάμη. Στα εκτεταμένα δημοτικά του όρια περιλαμβάνονταν έξι ενορίες: της Χρυσίδας, της Αγίας Μαρίνας, του Αγίου Ανδρονίκου, του Αγίου Γεωργίου, της Xαρδακιώτισσας και της Συρκανιάς. Ο πληθυσμός της Κυθρέας έφτανε το 1974 τους 4.500 περίπου κατοίκους, μόνον Ελληνοκύπριους. Στην Κυθρέα λειτουργούσαν τρία δημοτικά σχολεία και ένα γυμνάσιο. Το Δημαρχείο βρισκόταν στα σύνορα των ενοριών Αγίου Ανδρονίκου και Αγίου Γεωργίου. Σήμερα, μετά την προσφυγιά, τα προσωρινά γραφεία του Δήμου βρίσκονται στην εντός των τειχών Λευκωσία, πλησίον της Πύλης Αμμοχώστου.
Η Κωμόπολη ήταν γνωστή για τον περίφημο Κεφαλόβρυσό της, τη μεγαλύτερη πηγή νερού σ’ ολόκληρο το νησί, που ανέβλυζε στη βορειότερη ενορία, τη Συρκανιά. Το νερό του Κεφαλόβρυσου, που εκπήγαζε από τον υδροφορέα του Πενταδάκτυλου, κινούσε από την περίοδο της Βενετοκρατίας 32 νερόμυλους και άρδευε, εκτός από τα χωράφια της Κυθρέας, τις καλλιέργειες των περιχώρων. Κατά την αρχαιότητα και μέχρι τον Μεσαίωνα, υδροδοτούσε και την τότε πρωτεύουσα της Κύπρου, Σαλαμίνα.
Οι εκκλησίες της Κυθρέας υπέστησαν από το 1974 συστηματική σύληση και καταστροφή. Οι δύο ναοί των πάνω ενοριών, της Συρκανιάς και της Χαρδακιώτισσας, ήταν αφιερωμένοι στην Αγία Άννα και στην Παναγία αντίστοιχα. Η εκκλησία της Παναγίας, η μεγαλύτερη της κωμόπολης, έχει σήμερα μετατραπεί σε τζαμί. Στη νοτιότερη ενορία, αυτή της Χρυσίδας, η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού έχει μετατραπεί σε εργαστήρι χειροτεχνίας, ενώ το παρεκκλήσι του Αποστόλου Λουκά είναι ερειπωμένο. Η Αγία Μαρίνα, που βρίσκεται στην ομώνυμη ενορία, χρησιμοποιείται για διδασκαλία χορών, ενώ το μοναστήρι της Παναγίας Θεοτόκου στην ομώνυμη συνοικία (μέρος της ενορίας Αγίας Μαρίνας) βρίσκεται σε στρατιωτική ζώνη. Σε στρατιωτική ζώνη βρίσκεται επίσης η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην ομώνυμη ενορία, η οποία έχει μετατραπεί σε αποθήκη πυρομαχικών. Τέλος, η εκκλησία του Αγίου Ανδρονίκου και της Αγίας Αθανασίας στην ενορία του Αγίου Ανδρονίκου έχει υποστεί ανυπολόγιστη καταστροφή, καθώς η οροφή έχει καταρρεύσει και το εσωτερικό της βρίσκεται έρμαιο των καιρικών συνθηκών. Τώρα προγραμματίζονται κάποια πρώτα σωστικά έργα από τη δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς κατόπιν έντονης προσπάθειας που κατέβαλε ο Δήμος γι’ αυτό. Η Κυθρέα έχει και διάφορα άλλα παρεκκλήσια.
Θέσεις στην Κυθρέα κατοικήθηκαν από τη νεολιθική περίοδο, γύρω στο 4.000 π.Χ. Οι «Χύτροι» αναφέρονται τον 7ο αι. π.Χ. ως ένα από τα δέκα βασίλεια της Κύπρου, ενώ μεγάλη ακμή φαίνεται να γνώρισε η πόλη κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, με τις επιγραφές να μαρτυρούν την ύπαρξη γυμνασίου. Το ύψους 2,08 μ. άγαλμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτήμιου Σεβήρου που βρίσκεται σήμερα στο Κυπριακό Μουσείο, ανακαλύφθηκε το 1928 στην περιοχή του Αγίου Δημητριανού και συνιστά το μεγαλύτερο ορειχάλκινο άγαλμα που έχει βρεθεί στο νησί μας. Σημαντικό είναι επίσης ότι στη ρωμαϊκή περίοδο χρονολογείται μάλλον το υδραγωγείο που μετέφερε νερό από τους Χύτρους στη Σαλαμίνα.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο η Κυθρέα έγινε επισκοπική έδρα. Μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία της εποχής υπήρξε ο Άγιος Δημητριανός, επίσκοπος Χύτρων, ο οποίος κατάφερε να επαναπατρίσει το ποίμνιό του μετά την αιχμαλωσία στη Βαγδάτη από τους Άραβες τον 10ο αι. Γι’ αυτό τον λόγο θεωρείται Προστάτης Άγιος των Π ροσφύγων. Μετά τις αραβικές επιδρομές, η πόλη χτίστηκε δυτικότερα της αρχικής θέσης, κατά μήκος της κοιλάδας ροής του Κεφαλόβρυσου.
Η Κυθρέα ήταν γνωστή στα νεότερα χρόνια για τη μεταξουργία, την υφαντουργία, τη ξυλογλυπτική και την αλευροποιΐα. Γνωστή ήταν επίσης για την εσπεριδοκαλλιέργεια και την ασβεστοποιΐα, καθώς συνόρευε με σημαντικές περιοχές λατόμευσης και παραγωγής ασβέστη. Η κωμόπολη είχε δίκαια τη φήμη της δασκαλομάνας, καθώς γέννησε εκατοντάδες πνευματικούς δημιουργούς και εκπαιδευτικούς, αλλά και γιατρούς, δικηγόρους και άλλους επιστήμονες.
Λάπηθος
Δήμος υπό τουρκική κατοχή από το 1974
Προδρόμου 36
2063 Στρόβολος
Κύπρος
Δήμαρχος: Παραδείσα Μουρέττου
Τηλ.: +357 22427733
Φαξ: +357 22427731
Email: demos@lapithos.org.cy
Website: www.lapithos.org.cy
Ιστορική Αναδρομή
Λάπηθος. 14 μόλις χιλιόμετρα από την πόλη της Κερύνειας, κτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του Πενταδάκτυλου, απλώνεται ανάμεσα στους λεμονόκηπους και φθάνει μέχρι τη θάλασσα.
Ο τόπος της δεν έπαψε να κατοικείται ούτε στιγμή. Αρχαιολογικά ευρήματα, αρχαίοι τάφοι, εκκλησίες και ξωκκλήσια, συνθέτουν αδιάλειπτα το σκηνικό του αρχαίου και του χριστιανικού κόσμου.
Ιδρυτής της αρχαίας πόλης Λαπήθου ο Πράξανδρος από τη Λακωνία της Πελοποννήσου. Ήταν ένα από τα δέκα Βασίλεια της Κύπρου και γνώρισε πλούτη και μεγάλη δόξα.
Μέσα από πολέμους και μάχες με τους εκάστοτε εισβολείς, οι άνθρωποί της κατάφεραν να επιβιώσουν και να μετατρέψουν την κωμόπολή τους σ’ έναν επίγειο παράδεισο. Το 1878 ανακηρύχθηκε ως Δήμος κι άρχισε ν’ αναπτύσσεται ραγδαία σ’ όλους τους τομείς. Την πορεία της ανέκοψε βίαια ο Αττίλας με τη βάρβαρη εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλη του 1974. Ύστερα από σκληρές και άνισες μάχες, η Λάπηθος έπεσε στα χέρια των Τούρκων στις 6 Αυγούστου του 1974.
Τα μνημεία της καταστράφηκαν, οι εκκλησίες της συλήθηκαν, οι κάτοικοί της εκδιώχθηκαν. Τουρκοκύπριοι και Έποικοι θέλουν τώρα διά της βίας να τη «διαφεντεύουν».
Για πρώτη φορά στα χρόνια της προσφυγιάς και της κατοχής μετά το 1974 οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοί της μπόρεσαν να πατήσουν τα χώματά της το 2003, επιδεικνύοντας διαβατήριο για να πάνε ως επισκέπτες-προσκυνητές στην πατρώα γη, που υπομονετικά τους περίμενε, πληγωμένη και ξεγυμνωμένη.
Η Λάπηθος όμως δεν είναι τόπος για επίσκεψη, αλλά τόπος για επιστροφή!
Η Λάπηθος ήταν μια από τις σημαντικές αρχαίες Πόλεις-Βασίλεια της Κύπρου. Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων και εκτείνεται από την προϊστορική εποχή μέχρι τα βυζαντινά χρόνια. Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο η πόλη ήταν γνωστή και με το επίθετο Λάμπουσα, δηλαδή απαστράπτουσα, επειδή έλαμπε εξαιτίας του πλούτου, της ευημερίας και των λαμπρών της οικοδομημάτων. Ίσως και από το λαμπρό φως του φάρου του λιμανιού της.
Η αρχαία πόλη της Λαπήθου ήταν χτισμένη στην παραθαλάσσια περιοχή, απέναντι ακριβώς από τη σημερινή Λάπηθο-Καραβά, στην οποία υπάρχουν ακόμη και σήμερα αρχαία κατάλοιπα. Εκεί όπου στέκει το Ιστορικό Μοναστήρι της Παναγίας της Αχειροποιήτου και ο βυζαντινός ναός του Αγίου Ευλαλίου.
Κοντά στον σημερινό οικισμό της Λαπήθου κατοικούσαν άνθρωποι από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Κατά καιρούς οι ανασκαφές τάφων απέδειξαν ότι τα περίχωρα της Λαπήθου είχαν χρησιμοποιηθεί ως νεκροταφεία από τη Μέση Εποχή του Χαλκού μέχρι τα Αρχαϊκά χρόνια. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως εκλεκτά δείγματα αγγειοπλαστικής, μεταλλικά αντικείμενα και εκατοντάδες άλλα μικροτεχνικά έργα. Σε τάφο της Λαπήθου βρέθηκαν τα αρχαιότερα στην Κύπρο, μέχρι σήμερα, κατάλοιπα σκελετού ενός αλόγου.
Στη Λάπηθο βρέθηκαν σημαντικά κεραμικά και χάλκινα αντικείμενα από την Κρήτη, γεγονός που φανερώνει ότι ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού υπήρχαν επαφές μεταξύ Κρήτης και βόρειων ακτών της Κύπρου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα κεραμικής μαρτυρούν ότι στη Λάπηθο υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων βιομηχανία αγγείων και ότι υπήρξε κέντρο επεξεργασίας του χαλκού.
Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, η πόλη της Λαπήθου ιδρύθηκε από Αχαιούς αποίκους, μετά τον μαζικό αποικισμό της Κύπρου από τους Έλληνες, τον 13ο – 12ο αιώνα π.Χ. Ιδρυτής της ο Πράξανδρος από τη Λακωνία της Πελοποννήσου, ο οποίος μαζί με τον Κηφέα και λαό από αποίκους ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στη γη της Θεάς των Γόλγων, της Αφροδίτης και της έδωσαν το όνομα Λάπηθος, από το όνομα της ομώνυμης περιοχής της Λακωνίας στην Ελλάδα, «Βουνό των Λαπιθών».
Η Λάπηθος ήταν μια από τις γνωστές πόλεις της Κύπρου, όχι μόνο στα χρόνια της αρχαιότητας, αλλά και αργότερα στα χρόνια τα βυζαντινά και την περίοδο της Φραγκοκρατίας.
Κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, μεταξύ των εννέα Βασιλείων της Κύπρου αναφέρεται και η Λάπηθος, με τελευταίο βασιλιά της τον Πράξιππο. Αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν την ύπαρξη του ελληνικού στοιχείου μαζί με το ετεοκυπριακό, που το καθένα διατηρούσε τα δικά του χαρακτηριστικά.
Την Πρωτοχριστιανική Περίοδο (25μ.Χ.-250μ.Χ.) συνέχιζε να είναι η πρωτεύουσα μιας από τις τέσσερις Επαρχίες της Κύπρου, της Λαπηθίας, και γνώρισε μεγάλη ακμή.
Κατά τα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά Χρόνια η πόλη διέθετε λαμπρά δημόσια οικοδομήματα. Ανάμεσα σ’ αυτά Γυμνάσιο και Θέατρο. Επίσης είχε Γυμναστήριο, Λιμάνι, Ναυπηγείο και πολλά Εργαστήρια.
Το 1821 η Λάπηθος δίνει δυναμικά το παρόν της στους αγώνες για την απελευθέρωση του Γένους. Πολλά παλικάρια της πολέμησαν και θυσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του μεγάλου ξεσηκωμού. Ανάμεσά τους ο Ιωάννης Καρατζιάς, σύντροφος του Ρήγα Φεραίου.
Την 9η Ιουλίου 1821 ο πρόκριτος Χατζηλίας και 16 άλλοι μάρτυρες Λαπηθιώτες και Καραβιώτες έβαψαν τη γη τους με το αίμα τους, από το σπαθί του Τούρκου κατακτητή.
Στ’ ακρογιάλια της, στην περιοχή «Ασπρόβρυση», αγκυροβόλησε με τα καράβια του ο πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης, τον οποίο φιλοξένησε στο αρχοντικό του ο Γεωρκάτζης Πασπάλλας. Οι Λαπηθιώτες απλόχερα τον εφοδίασαν με τρόφιμα, χρήματα και με τιμαλφή αντικείμενα, ενώ αρκετά παλικάρια και άλλοι εθελοντές Λαπηθιώτες μπάρκαραν μαζί του για να συμμετάσχουν στην Ελληνική Επανάσταση.
Το 1878 η Λάπηθος ανακηρύσσεται Δήμος, με διοριζόμενο Συμβούλιο και Δήμαρχο.
Σε όλους τους εθνικούς αγώνες η συμβολή της Λαπήθου ήταν σημαντική. Στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία, με τον λαμπρό Στρατηγό του Ελληνικού στρατού, τον Λαπηθιώτη Στρατηγό Ιωάννη Τσαγγαρίδη να ξεχωρίζει για την ανδρεία του.
Στα χρόνια της Αγγλοκρατίας (1878-1960) η Λάπηθος είχε την ίδια μοίρα που είχε ολόκληρο το νησί. Σημαντική η προσφορά και η συμμετοχή της στον Αγώνα του 1955-1959.
Το 1964, εξαιτίας των δικοινοτικών ταραχών που ακολούθησαν την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων, οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Λαπήθου την εγκαταλείπουν με οδηγίες της Άγκυρας και εγκαθίστανται δίπλα στην πόλη της Κερύνειας, στο Τέμπλος.
Το 1974, στις 6 Αυγούστου, κατά τη διάρκεια κατάπαυσης του πυρός και πριν από τη δεύτερη φάση της εισβολής, η Λάπηθος καταλαμβάνεται από τους Τούρκους Εισβολείς.
Ένα κόκκινο μισοφέγγαρο κλέβει τον ήλιο της. Η πορεία της ανακόπτεται και πάλι. Όχι όμως κι η Ιστορία της που συνεχίζει ν’ αναπαύεται ανάμεσα στ’ αδρά μπράτσα του Πράξανδρου και του Διγενή Ακρίτα, κάτω από το λυπημένο βλέμμα του Πενταδάκτυλου…
Θρησκευτικοί Χώροι Λατρείας
Η μεγάλη έκταση της Λαπήθου, ο σχετικά μεγάλος αριθμός του πληθυσμού της, αλλά και η βαθιά πίστη και ευλάβεια των Λαπηθιωτών, ήταν οι λόγοι που η κωμόπολη έχει πολλές εκκλησίες και γύρω απ’ αυτήν αρκετά ξωκκλήσια.
Έξι εκκλησίες διαιρούν τη Λάπηθο σε έξι ισάριθμες ενορίες, οι οποίες παρουσιάζουν χαρακτηριστικά μιας ανεξάρτητης κοινότητας, ενταγμένης στη μεγάλη κωμόπολη της Λαπήθου.
Στην Πάνω Λάπηθο βρίσκονται οι ενορίες της Αγίας Παρασκευής και της Αγίας Αναστασίας. Στην Κάτω Λάπηθο βρίσκονται οι ενορίες του Αποστόλου Λουκά, του Αγίου Θεοδώρου και του Αγίου Μηνά με τις δικές τους εκκλησίες.
Η εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου
Είναι η αρχαιότερη εκκλησία της Λαπήθου, κτισμένη τον 18ο αιώνα στο κέντρο της Λαπήθου.
Το υπέροχο εικονοστάσι της ήταν στολισμένο με ωραιότατες βυζαντινές εικόνες του 1793.
Στο κέντρο της Λαπήθου, σε χώρο μεταξύ των τριών ενοριών Αγίου Θεοδώρου, Τιμίου Προδρόμου και Αποστόλου Λουκά, υπήρχε η έβδομη ενορία του Δήμου Λαπήθου, η οποία ανήκε αποκλειστικά στην οθωμανική κοινότητα, αποκαλούμενη τουρκική συνοικία. Εξυπηρετούσε αποκλειστικά τους Τουρκοκύπριους κατοίκους της Λαπήθου, είχε δικό της Τουρκοκύπριο κοινοτάρχη, τουρκοκυπριακό σχολείο και ξεχωριστούς τόπους λατρείας με δύο τζαμιά.
Μικρά εκκλησάκια, αγκωνάρια της πίστης των Λαπηθιωτών. Συλημένα, χωρίς καμπαναριά και σταυρούς. Ο Τούρκος εισβολέας άλλα μετέτρεψε σε στάβλους ζώων και άλλα σε αίθουσες διδασκαλίας χορού. Στα ερείπιά τους κατοικούν οι Άγιοί μας, που αρνήθηκαν να φύγουν. Το ξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας, στ’ αλώνια της ενορίας του Αγίου Θεοδώρου, λεηλατημένο χωρίς εικόνες και θυμιατά.
Απάνω ψηλά στην περιοχή Κρινιά το μικρό ξωκκλήσι της Παναγίας της Κρινιώτισσας, βυθισμένο κι αυτό στη σιωπή, μισογκρεμισμένο. Αργοανασαίνει, προσμένοντας κάθε άνοιξη μυρωδιές Ανάστασης από τους κατάλευκους κρίνους, που χωρίς να γνωρίζουν από πολέμους και κατοχή, συνεχίζουν ν’ αναφύονται γύρω του, έστω και λιγοστοί.
Ριζωμένο στη Λαπηθιώτικη γη, στο πείσμα των καιρών, στέκει ανεμόδαρτο στους πρόποδες του Πενταδάκτυλου το μικρό ξωκκλήσι του Αγίου Παύλου. Μυρωδιά από λιβάνι και μύρο αναδύονται από τα χαλάσματά του.
Οι πανέμορφες τοιχογραφίες αυτών των δύο ξωκκλησιών, αν και έγιναν έρμαιο στον πανδαμάτορα χρόνο, στέκουν πεισματικά απέναντι στην αδιαφορία του εισβολέα, κόντρα στα ραπίσματα των ανέμων και της βροχής, υπομονετικά κάτω από τη θωριά του καυτού ήλιου, αρνούμενες να εξαφανιστούν από τους ερειπωμένους τοίχους.
Στην ενορία της Αγίας Παρασκευής καρφώνει ο Άγιος Ανδρόνικος τα μάτια του απέναντι στο βαθύ πέλαγο και περιμένει τον Θησέα που θα διώξει τον Μινώταυρο. Στο κατώφλι του χρόνια τώρα οι πρόσφυγες Λαπηθιώτες ανάβουν το καντήλι της υπομονής τους.
Εξωκκλήσι της ενορίας του Τιμίου Προδρόμου είναι ο θαυματουργός Άγιος Γεώργιος ο Εξορινός, όπως καθολικά πιστεύετο, ενώ εκκλησιαστικά ανήκε και αυτό στην ενορία της Αγίας Παρασκευής. Η βόρεια αυλή του Ναού αποτελούσε το όριο των δύο ενοριών.
Σ’ αυτή την ενορία ακούονται ξόρκια και προσευχές για να ξοριστεί το κακό. Ψίθυροι πιστών που φέρνει ο άνεμος από μακριά περιτριγυρίζουν το ξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου του Εξορινού.
Το τελευταίο ξωκκλήσι του θαυματουργού Αγίου Κουρνούτα, βουβό και σιωπηλό, περιμένει υπομονετικά τη στιγμή που θα ξανακαταραστεί τους απίστους, που το βεβήλωσαν για δεύτερη φορά.
Τα ίχνη του Αγίου Αντωνίου χάθηκαν προ πολλού, η μνήμη του όμως παραμένει πιστή και αχώριστη σύντροφος των Λαπηθιωτών.
Το προσκυνητάρι της Αγίας Μαύρης άντεξε τριάντα χρόνια κατοχής, προτού οι άπιστοι εξαφανίσουν τα ίχνη του από την ενορία του Αγίου Μηνά.
Η Αγία Βαρβάρα είχε την ίδια τύχη με το ξωκκλήσι του Αγίου Αντωνίου.
Από ψηλά ο Παντοκράτορας σιωπηλός παρακολουθεί και προστάζει:
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι…»
Ξωκκλήσια – Κοιμητήρια
«Αυτά τα εκκλησάκια: το πείσμα του λαού, έξω στην ύπαιθρο – το πείσμα του που βάσταξε αιώνες».
Γιώργος Σεφέρης
Αϊρκώτισσα
«Οι νεκροί δεν κοιμούνται – αγροικούν
οι νεκροί δεν κοιμούνται – πονούν
ποιος θα ξεπλύνει την ντροπή»
«Το ξωπόρτι της Αγίας Ευδοκίας
σφάλισε την ντροπή του εισβολέα.
Στο κατώφλι της, οι Άγγελοι μετρούν
τα χρόνια της σιωπής – τα χρόνια της υπομονής».
Αρχάγγελος
Η θύελλα του Αττίλα πέρασε·
πίσω της άφησε βαθιά τα σημάδια της.
Από τους γκρεμισμένους τοίχους της σιωπής
ξεδιπλώνει την οργή του.
Δίπλα οι νεκροί ανασαίνουν το μύρο της Ανάστασης.
Άγιος Μάμας
Ανεμόδαρτα ναυάγια της τρικυμίας
που σκέπασε τούτη τη γη των Αγίων.
Άδεια τα μνήματα, σπασμένοι οι σταυροί.
Όμως οι νεκροί είναι εδώ, ζωντανοί φύλακες
τούτης της γης. Μοσχομύριστο λιβάνι της άνοιξης
που πάντα έρχεται – πάντα ανθεί.
Άγιος Γεώργιος ο Σπηλιώτης
Αγέρωχο κι ανυπόταχτο το ξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου του Σπηλιώτη ψηλά στον λόφο, μέσα σε μια σπηλιά, δεσπόζει της ενορίας του Αγίου Μηνά. Χωρίς ύμνους και προσευχές αντιμάχεται τον εισβολέα και τον πανδαμάτορα χρόνο.
Εκπαίδευση – Εκπαιδευτήρια
Δημοτικά Σχολεία
Άνθρωποι φιλοπρόοδοι και γνωστικοί οι Λαπηθιώτες επένδυαν στη μόρφωση των παιδιών τους.
Τα πρώτα λίγα γράμματα τα έμαθαν από τους ιερείς.
Ύστερα στα κρυφά σχολειά.
Τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του εικοστού λειτουργούν στη Λάπηθο τα πρώτα δύο σχολεία – Αρρεναγωγεία. Το ένα στις αίθουσες της Αγίας Παρασκευής και το άλλο σ’ έναν πανύψηλο βράχο,«Στο Κάστρο», πάνω από το Δημαρχείο. Το Παρθεναγωγείο Λαπήθου, που κτίστηκε στον αυλόγυρο της εκκλησίας της Αγίας Αναστασίας πάνω στον βράχο της Ακρόπολης, αντικατέστησε το μικρό σχολείο για τα κορίτσια που λειτουργούσε σε αίθουσες της εκκλησίας του Αποστόλου Λουκά. Αργότερα, κοντά στο 1945, δημιουργήθηκαν τα μικτά σχολεία.
Στη Λάπηθο του 1974 λειτουργούσαν τρία σχολεία: Η Α’ Αστική, το άλλοτε Α’ Δημοτικό Σχολείο, κοντά στο Δημαρχείο, η Β’ Αστική στην ενορία του Αγίου Θεοδώρου και η παλαιότερη Β’ Αστική, «Το Πάνω Σχολείο», στον ψηλό βράχο δίπλα στην Εκκλησία της Αγίας Αναστασίας, που λειτουργούσε ως Κοινοτικό Νηπιαγωγείο και ως χώρος εργαστηρίων της Α’ Αστικής.
Σχολεία με παράδοση που δίδαξαν στους Λαπηθιώτες μαθητές τις αξίες και τις αρετές, το ήθος και τη φιλοπατρία. Κτήρια επιβλητικά της νεοκλασικής περιόδου, πετρόκτιστα, με τα κιονόκρανα να τους θυμίζουν την καταγωγή τους. Τα σχολεία της Λαπήθου μαζί με άλλα κτήρια αποτελούσαν ξεχωριστά δείγματα πολιτισμού της κωμόπολης και συνέχεια του μακραίωνου πολιτισμού της.
Eλληνικό Γυμνάσιο Λαπήθου
Κτισμένο σ’ ένα ειδυλλιακό καταπράσινο τοπίο στην ενορία του Αγίου Μηνά. Δύο μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα με θαυμάσια αρχιτεκτονική, που του πρόσδιδαν μνημειακό χαρακτήρα και συμπλήρωναν την ομορφιά της θελκτικής κωμόπολης.
Η ιστορία του ξεκινά το 1910, όταν υπό την αιγίδα του τότε Μητροπολίτη Κερύνειας οι Λαπηθιώτες και οι Καραβιώτες ίδρυσαν την «Ανωτέρα Ελληνική Σχολή Λαπήθου-Καραβά».
Τριάντα χρόνια αργότερα αρχίζει η σταδιακή ανέγερση του σχολικού κτηρίου με εισφορές των κατοίκων και εράνους στο εξωτερικό από απόδημους Λαπηθιώτες. Πρωτολειτούργησε το 1943 και έγραψε τη δική του ιστορία στα δρώμενα της Λαπήθου, αλλά και ολόκληρης της Επαρχίας Κερύνειας.
Το Γυμνάσιο της Λαπήθου αποτελούσε κέντρο πολιτιστικών εκδηλώσεων και άλλων δραστηριοτήτων. Στελεχωμένο με ακούραστους σκαπανείς των γραμμάτων και του πνεύματος, ανέδειξε ξεχωριστές φυσιογνωμίες, που με τη δημιουργική τους πορεία λάμπρυναν ακόμα περισσότερο την όμορφη κωμόπολη.
Στην αξεθώριαστη μνήμη των Λαπηθιωτών παραμένουν ζωντανές οι γιορτές των ανθεστηρίων που διοργανώνονταν στην αυλή του Γυμνασίου, οι παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας, οι γυμναστικές επιδείξεις, οι αγώνες και άλλες λαμπρές εκδηλώσεις. Αθλητικό φυτώριο ολόκληρης της Επαρχίας Κερύνειας, μέσα από το οποίο ξεπετάχτηκαν αθλητές και πρωταθλητές που είχαν πάντοτε στόχο τους το «ευ αγωνίζεσθαι».
Στις 6 Αυγούστου του 1974, στην αυλή του περήφανου Ελληνικού Γυμνασίου Λαπήθου, μέσα από τους βομβαρδισμούς και τη φωτιά, παίχτηκε η τελευταία σύγχρονη τραγωδία της Λαπήθου και των ανθρώπων της. Κάτω από ένα φεγγάρι κόκκινο – μισό, η Λάπηθος «εάλω»…
Αναμορφωτική Σχολή Λαπήθου
Στο παραλιακό μέτωπο, μεταξύ της Ακτής Κανάρη και δυτικά της Παναγίας της Αχειροποιήτου, λειτούργησε το 1943 η μοναδική στην κατηγορία της Παγκύπρια Αναμορφωτική Σχολή Λαπήθου (The Reform School of Lapithos). Την περίοδο της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας μετονομάστηκε σε Αναμορφωτική Σχολή Λαμπούσης.
Καταργήθηκε λίγα χρόνια μετά το 1974, όταν νέες νομοτεχνικές υποδομές και νέα δεδομένα δεν επέτρεψαν την περαιτέρω λειτουργία της. Μεταπολεμικά λειτούργησε για ακόμη πέντε χρόνια, μέχρι το τέλος του 1979 με νέα μορφή, στις εγκαταλειμμένες στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Άγγλων “Salamandra”, στα Πολεμίδια Λεμεσού. Η Σχολή ανάμεσα στις πλατιές λαϊκές μάζες των κατοίκων της περιοχής Λαπήθου-Καραβά ήταν γνωστή με την ονομασία «Το Σωφρονιστήριο της Λαπήθου».
Κατά παραδοχή των Άγγλων, η Σχολή από την αρχή της λειτουργίας της είχε εκπληκτικά αποτελέσματα και πρωτοπορούσε ανάμεσα στις χώρες της Κοινοπολιτείας. Οι νεαροί τότε αδικοπραγούντες τρόφιμοι της Σχολής (παιδιά κάτω των 18 ετών), χρειάζονταν περισσότερη φροντίδα και προστασία, γι’ αυτό και στόχος της Σχολής ήταν η εκπαίδευση παρά η τιμωρία, κάτι που εφαρμόστηκε στην πράξη και πέτυχε πλήρως.
Λαϊκές Τέχνες
Η Λάπηθος ήταν το μεγαλύτερο και σημαντικότερο κέντρο βιοτεχνίας της Κύπρου. Τα κυριότερα είδη βιοτεχνίας που αναπτύχθηκαν εκεί είναι η Αρχιτεκτονική, η Αγγειοπλαστική, η Μεταξουργία, η Υφαντική, η Κεντητική, η Μεταλλουργία, η Καλαθοπλεκτική και η Ξυλογλυπτική.
Τέχνη είναι η επιδεξιότητα του ανθρώπου να μπορεί να εκτελέσει ένα χειρωνακτικό έργο με βάση την ικανότητά του, την εμπειρία και την εφαρμογή των τεχνικών του γνώσεων στην πράξη. Οι παραδοσιακοί τεχνίτες ήταν κυρίως αυτοδίδακτοι και αποκτούσαν ικανότητες και εμπειρίες μόνο με την άσκηση της τέχνης τους, παρακολουθώντας από κοντά τούς παλαιότερους και έμπειρους τεχνίτες. Η δυνατότητα μόρφωσης μέσω βιβλίων και θεωρίας ήταν απειροελάχιστη, αλλά και αν υπήρχε τέτοιο ενδεχόμενο, τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα, γιατί όλοι αυτοί οι παραδοσιακοί τεχνίτες, παρ’ όλο που ήταν φιλότιμοι και εργατικοί, στην πλειοψηφία τους ήσαν κυρίως αγράμματοι.
Όλες σχεδόν οι χειρωνακτικές τέχνες παρουσιάστηκαν στη Λάπηθο και ήταν αλληλένδετες και αλληλοεξαρτώμενες μεταξύ τους, γι’ αυτό και δικαίως μέχρι σήμερα η Λάπηθος χαρακτηρίζεται ως το «μεγαλύτερο πολυεργαστηριακό κέντρο της Κύπρου», με μοναδικές περγαμηνές σε έργα, αντικείμενα και κατασκευές.
Αρχιτεκτονική
Aρκετοί Λαπηθιώτες πρωτομάστορες της οικοδομικής τέχνης υπήρξαν ονομαστοί τεχνίτες και περιζήτητοι κατασκευαστές, αφήνοντας πίσω τους έργα και οικοδομήματα, τα οποία προκαλούν τον θαυμασμό, την απορία και πολλά αναπάντητα ερωτηματικά στους σημερινούς αρχιτέκτονες, πολιτικούς μηχανικούς και εργολάβους. Μέσω της οικοδομικής τέχνης εντοπίζουμε τα ξεχωριστά και εντυπωσιακά στοιχεία της Λαϊκής Αρχιτεκτονικής, τα οποία την περιβάλλουν και την προβάλλουν παγκύπρια.
Στη λιθόκτιστη αρχοντική οικοδομή της Λαπήθου, εκτός από τον λειτουργικό εσωτερικό διαχωρισμό, έπρεπε και η εξωτερική εμφάνιση να είναι πάντοτε όμορφη και εντυπωσιακή με τις αψιδωτές σκαλιστές καμάρες, τις καμαρόπορτες, τους κουζοστάτες, τα σιδεροασφαλισμένα παραθυρόφυλλα και αρσέρες, ενώ πολλά αρχοντικά διανθίζονταν στην πρόσοψή τους, τόσο με την εγχάρακτη ημερομηνία κατασκευής τους, όσο και με τα χαρακτηριστικά πανέμορφα σκαλιστά οικόσημα.
Όπως ήταν φυσικό, οι Λαπηθιώτες τεχνίτες και πρωτομάστορες δεν περιορίστηκαν να κτίζουν μόνο στη δική τους κωμόπολη. Τα έργα τους καταμαρτυρούν παρουσία σ’ ολόκληρη την Κύπρο, αν κρίνουμε από τα επιτεύγματά τους. Στη Λευκωσία συναντούμε μέχρι σήμερα κτίσματα, όπως το Ελένειο Δημοτικό Σχολείο, τα ξενοδοχεία Ακροπόλ, Νικοσία Πάλας και Ρήγαινας. Στην Επαρχία της Πάφου τη Βρύση των Πεγειώτισσων, τη Βρύση της Λυσούς, την εκκλησία του Αγίου Μηνά στο Νέο Χωρίο Πάφου, την εκκλησία του Αγίου Μάμα στην Περιστερώνα Πάφου. Στον Πύργο Λεμεσού θαυμάζουμε την εκκλησία της Παναγίας της Aϊπυργώτισσας και τόσα άλλα.
Κεραμική – Αγγειοπλαστική
Ιδιαίτερα η Λάπηθος φημίζεται για την Αγγειοπλαστική της τέχνη, της οποίας η προέλευση χάνεται στα βάθη των αιώνων και ακουμπά στο 5000 π.Χ., σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αρχαιολογικών ευρημάτων.
Η παράδοση θέλει την τέχνη των πήλινων αγγείων στη Λάπηθο να την εφεύρε ο Κινάρας ή Κινύρας και από γενιά σε γενιά διατηρήθηκε μέχρι σήμερα.
Η φήμη των Λαπηθιώτικων αγγείων και κυρίως των «αλειφτών» δεν περιορίστηκε μόνο στην Κύπρο, αλλά ταξίδεψε σε πολλές χώρες του κόσμου. Παίρνοντας άργιλο από τη γη τους και νερό από τις πηγές τους, που δεν στέρευαν ποτέ, με μαστοριά και φαντασία δημιουργούσαν στον τροχό περίφημα αγγεία ξεχωριστής τέχνης.
Δείγματα αξιόλογης κεραμικής τέχνης, που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, ακόμη και ο τροχός της αγγειοπλαστικής, αποδεικνύουν περίτρανα ότι η τέχνη επεξεργασίας του πηλού ήταν ανεπτυγμένη και βαθιά ριζωμένη στον χώρο της αρχαίας Λαπήθου, εδώ και αιώνες. Αγγεία κεραμικής τέχνης από σημαντικές ανασκαφές που προέρχονται από τα πανάρχαια χρόνια (3000 π.Χ.) αποτελούν τις πιο έγκυρες και αδιάψευστες μαρτυρίες.
Τα περίφημα και μοναδικά στο είδος τους «αλειφτά» της Λαπήθου είναι έργα απαράμιλλης τέχνης, ομορφιάς χρωμάτων και τεχνοτροπίας. Αποτελούν μέχρι σήμερα τη συνέχεια της Βυζαντινής Μεσαιωνικής Κεραμικής Τέχνης, διατηρώντας την πανδαισία και τη φωτεινότητα των χρωμάτων και των σχεδίων τους, τη λαμπρότητα και τη μεγαλοπρέπεια των κεραμικών αντικειμένων, της πάλαι ποτέ κραταιάς και ακμάζουσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Σιδηρουργία – Mεταλλουργία
Η Σιδηρουργία και η Μεταλλουργία ήταν τέχνες που αναπτύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στη Λάπηθο. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ευρήματα που αποδεικνύουν ότι η Λάπηθος από τα αρχαία χρόνια ήταν κέντρο επεξεργασίας σιδήρου και χαλκού.
Στα «κωμοδρομιά» της Λαπήθου κατασκεύαζαν με εξαιρετική μαεστρία ποικιλία γεωργικών εργαλείων και είδη οικιακής χρήσης, όπως τα γνωστά «τσιακκούθκια», μαχαίρια, τσεκούρια και δρεπάνια γνωστά ως «Λαπηθιώτικα».
Ο σιδηρουργός της Λαπήθου, κάτω από τα άγρυπνα μάτια και την εποπτεία του Αρχαίου θεού Ήφαιστου, καταϊδρωμένος και μουντζωμένος, σφυρηλατεί ακατάπαυστα το ατσάλι μέσα στη φωτιά και πάνω στο αμόνι, μέχρι να φέρει στην τελική τους μορφή έτοιμα για χρήση τα κάθε λογής μεταλλικά εργαλεία και αντικείμενα.
Η Σιδηρουργία στη Λάπηθο ανάγεται στα πανάρχαια χρόνια, με τεκμήρια και αντικείμενα που κοσμούν πολλά Μουσεία, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό.
Η Σιδηρουργία, η τέχνη – βιομηχανία επεξεργασίας του σιδήρου, είναι μια από τις αρχαιότερες πολυσύνθετες τέχνες, που αναπτύχθηκαν στη Λάπηθο και άφησε τη σφραγίδα της μέχρι το 1974, αλλά η εισβολή δεν κατάφερε να την αναστείλει και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.
Δεν ήταν μόνο τα δρεπάνια, τα τσεκούρια, τα λαπηθιώτικα μαχαίρια και «τσιακκούδκια» που κατασκεύαζε ο παραδοσιακός τεχνίτης. Μπορεί το λαπηθιώτικο «τσιακκούδι» να ήταν το σήμα κατατεθέν για τον κάθε Λαπηθιώτη, όμως η ευρύτητα των παραγόμενων αντικειμένων ήταν τεράστια.
Kεντητική
Σπουδαία θέση στις Λαϊκές Τέχνες της Λαπήθου είχε και το Κέντημα. Με το σμιλί ή με το βελόνι οι Λαπηθιώτισσες κεντούσαν τα προικιά τους, αλλά και πουλώντας τα πρόσθεταν στο εισόδημα της οικογένειας. Με το βελόνι και την κλωστή κεντούσαν τα περίφημα «ξιφτιτά», ενώ με το βελόνι έφτιαχναν τις περίφημες δαντέλες. Πολλές φορές τα λαπηθιώτικα κεντήματα βραβεύτηκαν σε εκθέσεις του εξωτερικού. Ανάμεσα σ’ αυτά η δαντέλα της Μερόπης Σιακίδου, που χάρισε στην Κύπρο το χρυσό μετάλλιο στην 8η Διεθνή Μπιενάλε χειροποίητης δαντέλας τύπου «πιπίλλας», το 1998 στην Ιταλία.
Με την Κεντητική τέχνη ασχολείτο ο γυναικείος πληθυσμός της Λαπήθου και κυρίως οι νεαρές κοπέλες, που ξεκινούσαν από μικρή ηλικία για να εξελιχθούν κατόπιν σε έμπειρες κεντήτριες, σε υφάντριες και σε ράπτριες.
Τα θαυμάσια εργόχειρα και τα λαπηθιώτικα κεντήματα, ο βελονόκομπος, το ξιφτιτό, η σταυροβελονιά, το κοπτό, ο ποταμός και η δαντέλα ήταν το καύχημα της Λαπηθιώτικης Κεντηματουργίας.
Κεντημένα πάνω σε τραπεζομάντιλα, μαξιλαροθήκες, μαντίλια, λινά κλινοσκεπάσματα, μεταξωτά υφάσματα και τόσα άλλα, αποσπούσαν τα καλύτερα σχόλια για τη μοναδικότητα της τέχνης και της αριστουργηματικής κατασκευής τους.
Εκτός από την ευχαρίστηση, την ευγενή άμιλλα και τον καλόπιστο ανταγωνισμό μεταξύ των κεντητριών της Λαπήθου, το παραγόμενο κέντημα που περίσσευε από την προίκα της κάθε κοπέλας αποτελούσε και άριστο προϊόν, διαθέσιμο προς πώληση σε σχετικά καλές τιμές για την τότε εποχή, συμβάλλοντας έτσι θετικά στο οικογενειακό εισόδημα.
Μικροέμποροι της τότε εποχής, οι γνωστοί «Κεντητάρηδες», συντόνιζαν την όλη παραγωγή και στη συνέχεια διέθεταν προς πώληση τα κεντήματα σε κάθε γωνιά της Κύπρου. Κάποιοι ξεπερνούσαν και τα κυπριακά σύνορα, φτάνοντας μέχρι την Ιωνία – Μικρά Ασία, Βενετία και Αγγλία.
Η κλωστή, το βελόνι και το σμιλί και σε ορισμένες περιπτώσεις το ύφασμα, ήταν τα κύρια αντικείμενα και οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες της Λαπήθου. Από εκεί και πέρα έπρεπε να επιστρατευτεί η φαντασία, η τελειότητα και η επιδεξιότητα της κάθε κεντήτριας για να παραχθεί κάτι το τέλειο και αξιοθαύμαστο.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο, με κλωστή και βελόνι δίχως ύφασμα, μπορούσε να κατασκευαστεί ο μοναδικός βελονόκομπος της Λαπήθου, ένα αρκετά δύσκολο κέντημα με ξεχωριστή τέχνη, ομορφιά και τελειότητα, καθώς και η υπέροχη δαντέλα, γνωστή ως η λαπηθιώτικη «πιπίλλα», μοναδική στο είδος της σ΄ ολόκληρη την Κύπρο.
Ένα άλλο ξεχωριστό κέντημα που γινόταν πάνω σε ύφασμα στη Λάπηθο, από τα πολύ παλιά χρόνια, ήταν το «ξιφτιτό» (αυτό που αργότερα επικράτησε και ως λευκαρίτικο), το οποίο αρχικά συναντούμε πάνω σε μεταξωτό ύφασμα και αργότερα σε λινό.
Υφαντική
Η Υφαντική τέχνη όπως και η Αγγειοπλαστική έχουν στη Λάπηθο μακραίωνη παράδοση και χάρισαν με τα αριστουργήματά τους μεγάλη φήμη στην κοινότητα. Το 1955 στη Λάπηθο λειτουργούσαν 500 αργαλειοί. Τα λαπηθιώτικα υφαντά, με τη μεγάλη ποικιλία και τέχνη τους, ήταν ξακουστά, όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και στο εξωτερικό, όπου εξάγονταν από τους εμπόρους της Λευκωσίας.
Τα λαπηθιώτικα μεταξωτά ήταν από τα ωραιότερα υφάσματα που έχει να επιδείξει η κυπριακή υφαντική τέχνη, που για πολλές υφάντριες ήταν το βιοποριστικό τους επάγγελμα.
Η Λάπηθος ήταν ξακουστή για το μετάξι της και θεωρείται πρωτοπόρος, τόσο στην εκτροφή του μεταξοσκώληκα, όσο και στην τέχνη της μεταξουργίας.
Ξυλουργία – Ξυλογλυπτική
ΗΞυλογλυπτική τέχνη της κατεργασίας και διακόσμησης του ξύλου αναπτύχθηκε στη Λάπηθο από τα πολύ παλιά χρόνια και έχει να επιδείξει αριστουργηματικές κατασκευές: Γεωργικά εργαλεία, οικοδομικά και οικιακά είδη, έπιπλα, εκκλησιαστικά είδη και άλλα, όλα διακοσμημένα στο χέρι με υπέροχες παραστάσεις γεωμετρικές και άλλες, παρμένες από το φυσικό περιβάλλον.
Ξακουστά τα περίφημα λαπηθιώτικα σεντούκια, όπου οι γυναίκες φύλαγαν την προίκα τους και δεν έλειπαν από κανένα σπίτι.
Η Ξυλουργία, συναφής προς την οικοδομική τέχνη, μέσω της υλοτομίας προϋπήρξε, αφού η μη κατεργάσιμη ξυλεία κατευθείαν από τα δάση χρησίμευσε στην αρχαιότητα για την κατασκευή των πρόχειρων ξύλινων οικισμών.
Στη Λάπηθο η Ξυλουργία, από πολύ νωρίς, σε συνδυασμό με τις άλλες λαϊκές τέχνες, όπως τη Σιδηρουργία και την Οικοδομική, αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό για να διατηρηθεί με διάφορες μορφές μέχρι τις μέρες μας ως μια αξιόλογη και αξιοθαύμαστη λαϊκή τέχνη.
Σε συνδυασμό με τη βαριά Σιδηρουργία δημιουργήθησαν τα ναυπηγεία, όπου κατασκευάζονταν τα πλοία. «Λάπηθος έστι πόλις ύφορμον έχουσα και νεώρια, Λακώνων κτίσμα και Πραξάνδρου» λέγει ο Ιστορικός και Γεωγράφος Στράβωνας στην περί Λαπήθου αναφορά του το έτος 30 μ.Χ.
Παράλληλα με τις σημαντικές λαϊκές τέχνες, στον χώρο της Λαπήθου αναπτύχθηκαν και κάποιες άλλες τέχνες μικρότερης εμβέλειας, καθώς και μικροβιοτεχνίες, όπως ήταν η Λευκοσιδηρουργία (οι γνωστοί «τενεκετζήδες»), η Καλαθοπλεκτική και η Χρυσοχοΐα, τέχνες οι οποίες σιγά σιγά εξασθένησαν και χάθηκαν πρωτύτερα ή οι μαστόροι τους εγκατέλειψαν τη Λάπηθο για να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη της Κύπρου με καλύτερες προοπτικές.
Τρεις από τις κυριότερες Λαϊκές Τέχνες συνεχίζουν τη λειτουργεία τους μέχρι σήμερα και έχουν ήδη εγγραφεί στον Εθνικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Κύπρου.
Αυτές είναι:
Εφυαλωμένη Κεραμική της Λαπήθου (Αγγειοπλαστική)
Λαπηθιώτικη Δαντέλα – Πιπίλλα (Κεντητική)
Λαπηθιώτικα Μαχαίρια – Τσιακκούθκια (Σιδηρουργία – Μαχαιροποιία)
Nερόμυλοι της Λαπήθου
Οι νερόμυλοι της Λαπήθου, δεκαεννέα τον αριθμό μέχρι τη δεκαετία του 1940 και είκοσι ένας κατά τα παλαιότερα χρόνια, ήταν κτισμένοι κατά μήκος της ροής του ποταμού του Κεφαλόβρυσου, που διέσχιζε την ενορία της Αγίας Παρασκευής, συνέχιζε μέσω της ενορίας του Τιμίου Προδρόμου και κατέληγε στον καταπράσινο κάμπο της Λαπήθου.
Σε ιστορικές αναφορές (βλ. Κυπριακά Χρονικά, τεύχος Χ. 1934, σελίδα 230) η παρουσία των νερόμυλων της Λαπήθου ανάγεται πριν από την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Κύπρο και συγκεκριμένα στο 1478 μ.Χ., όπου ο Ιταλός Jovanes de Negreponte, σε διαθήκη της τότε εποχής, αναφέρεται να κατείχε νερόμυλο στη Λάπηθο. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την ύπαρξη των νερόμυλων στη Λάπηθο κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στο νησί, ακόμη και επί Φραγκοκρατίας, αφού λατινικές ονομασίες αναφέρονται και μεταγενέστερα.
Οι τρεις τελευταίοι νερόμυλοι βρισκόντουσαν στην ενορία του Τιμίου Προδρόμου, ενώ οι υπόλοιποι στην ενορία της Αγίας Παρασκευής.
Η κατασκευή και η συνεχής χρήση τόσων πολλών νερόμυλων από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας καταμαρτυρεί την ύπαρξη μιας έντονης βιομηχανικής δραστηριότητας και αναπτυγμένης ζωής στη Λάπηθο, που φτάνει μέσα από τα βάθη αιώνων και που οφείλεται στην εφευρετικότητα και την εργατικότητα των Λαπηθίων. Ανακάλυψαν τη μαγική δύναμη του νερού και την αξιοποίησαν με κάθε δυνατό τρόπο προς όφελος των κατοίκων και της οικονομίας, με αποτέλεσμα να βλέπουμε σήμερα την ανθρωπότητα, εν μέσω βιομηχανικής επανάστασης, με δυσκολία και εναγωνίως να προσπαθεί να επιστρέψει πίσω στις πρωτογενείς μορφές ενέργειας, όπως είναι το νερό, ο ήλιος, ο αέρας, εκεί δηλαδή που οι Λαπηθιώτες πρωτοπόρησαν εκατοντάδες χρόνια πριν.
Ο Δήμος Λαπήθου σήμερα στεγάζεται και λειτουργεί προσωρινά στην οδό Προδρόμου 36, 2063 Στρόβολο, Λευκωσία Κύπρος.
Λευκόνοικο
Δήμος υπό τουρκική κατοχή από το 1974
Τ.Θ.: 14069
2153 Αγλαντζιά
Κύπρος
Δήμαρχος: Πιερής Γυψιώτης
Τηλ.: +357 22462951
Φαξ: +357 22462952
Email: lefkoniko@cytanet.com.cy
Website: http://www.dimoslefkonikou.org/
ΛΕΥΚΟΝΟΙΚΟ, της Μεσαρκάς καμάρι
Τι να πρωτοθυμηθώ από σένα,
αγαπημένο μου Λευκόνοικο;
Τα κάτασπρά σου σπίτια, τις πεντακάθαρες αυλές σου
τον απέραντο κάμπο της Μεσαορίας
που ήταν πηγή κάθε αγαθού;
Κι όπως πολύ εύστοχα διαζωγραφίζει τη ζωή μας στο Λευκόνοικο με τη γραφίδα της η ποιήτριά μας και αγαπημένη μας φιλόλογος Πρεσβυτέρα Κούλα Παρασκευά:
«Στα απλωτά σεντόνια του
πλούσιος ο αμητός.
Κάθε σπίτι και «ευφορία» αγαθών.
Και «ευφορία» χαράς και πραότητας και ιλαρότητας.
Και προπαντός «ευφορία» αυτάρκειας.
Όλα τα είχαν. Παράπονο κανένα.
Και «δόξα τω Θεώ».
Κιτρινόχρωμες αχτίδες να θερμαίνουν τη γη και τους ανθρώπους».
Κάτασπρο ήταν το πρώτο σπίτι, γι’ αυτό ονομάστηκε Λευκόνοικο.
Λευκόνοικο πολυαγαπημένο!
«Εσού που τ’ άλλα τα χωρκά
είχιες μιαν άλλην χάριν
ήσουν μια αμματόπετρα
της Μεσαρκάς καμάριν!» Α. Αντωνίου
Ευλογημένη γη του Λευκονοίκου μας!
Γη ελληνική, των Αχαιών, των Μυκηναίων, των ηρώων του Ομήρου. Από τον 7ο π.Χ. αιώνα η σκαπάνη των αρχαιολόγων έφερε στο φως Ιερό, αφιερωμένο στον Θεό του φωτός, τον Απόλλωνα!
Αψευδείς μάρτυρες τα αγάλματα που κοσμούν το Κυπριακό Μουσείο.
Εδώ οι άνθρωποι ανέπτυξαν πολιτισμό για 3,000 χρόνια! Μάρτυρές μας οι πέτρες, τα χώματα, τα αγάλματα, οι κρυμμένοι θησαυροί της γης μας, η γλώσσα, το πατροπαράδοτον ήθος και έθος, οι εικόνες, θαυμάσια δείγματα βυζαντινής τέχνης. Ευτυχώς, Θεία Προνοία, τα καλύτερα έργα βρίσκονται στο Βυζαντινό Μουσείο στη Λευκωσία.
Το Λευκόνοικο, τον καιρό της Φραγκιάς, έκανε για έδρα του ο επαναστάτης Ρε Αλέξης!
Τον καιρό της Τουρκοκρατίας το Λευκόνοικο ήταν, στις αρχές του 19ου αιώνα, το πιο μεγάλο και το πιο πλούσιο σε παραγωγή χωριό της Κύπρου! Για να καταλάβουμε τη διαφορά του Λευκονοίκου από τα άλλα χωριά ως προς το μέγεθος της παραγωγής φτάνει να πούμε ότι «το Λευκόνοικο είχε 215 μόδια Κυπριώτικα σιτάρι, η Αθηαίνου 114 μόδια, η Αραδίππου 94, η Άχχια 139, η Μόρφου 25, το Ιδάλιο 82, η Λύσις 59, το Τρίκωμο 16, το Πραστειόν 41».
Κι ύστερα σαν ήρθαν στο νησί μας οι μεγαλόσχημοι της Γηραιάς Αλβιώνος, ο πρώτος Άγγλος διοικητής της Αμμοχώστου, ο λοχαγός Swaine, σταμάτησε κατά την περιοδεία του στο Λευκόνοικό μας. Ήταν το πιο σπουδαίο χωριό (most important) της επαρχίας, γι’ αυτό ο Διοικητής προτιμά να διανυκτερεύσει σ’ αυτό.
Γη σιταρομάνα, γη παχιά, πλούσια, ευλογημένη.
Άνθρωποι τίμιοι, εργατικοί και φιλόπονοι, εραστές της γης τους που τους αντάμειβε με το παραπάνω σαν ερχόταν καλοχρονιά. Γέμιζαν οι Αποθήκες Σιτηρών που ήταν, και ακόμη είναι, οι πιο μεγάλες στο νησί μας!
Τα τελευταία χρόνια στον Άγιο Φωκά, στα βόρεια του Λευκονοίκου, άρχισαν τα περιβόλια με τα χρυσόμηλα και τα καϊσιά, που ήταν πρώιμα.
Άνθρωποι χορτάτοι, φιλόξενοι, άνθρωποι του ήθους, του μέτρου και της αρχοντιάς, της ευπρέπειας, της λεβεντιάς και της πίστης στον Θεό.
Είχαμε δυο εκκλησίες, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και του Σωτήρος, και έξη ξωκκλήσια: του Σταυρού, του Προφήτη Ηλία, των Αγίων Θεοδώρων, της Αγίας Ζώνης, του Αγίου Φωκά και του Αγίου Γεωργίου στη Μελούντα.
Η εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ μας κινδύνευε να καταρρεύσει, και χάρη στις προσπάθειες της Δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής για τον Πολιτισμό και του Δήμου μας, αναστηλώθηκε, και σήμερα ο ναός μας στέκει αγέρωχος και μεγαλόπρεπος.
Άνθρωποι του καθήκοντος και του χρέους, με αξίες αγέραστες και ιδανικά απαράμιλλα.
Παρόντες σε κάθε κάλεσμα της πατρίδας.
Πολλά τα παλληκάρια που έδωσαν το άλικο αίμα τους για τη λευτεριά τούτης της γης. Από τα Οκτωβριανά του 1931, το 1945, τον αγώνα της ΕΟΚΑ, τις διακοινοτικές ταραχές, τις μάχες της Τηλλυρίας και την εισβολή του 1974.
Δεν θα μπορούσα να παραλείψω τη συμμετοχή του Λευκονοίκου στον Απελευθερωτικό Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. Το Γυμνάσιο Λευκονοίκου, ιδιαίτερα, αποτέλεσε φυτώριο αγωνιστών με πλούσια δράση.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την καταδρομική επιχείρηση της πενταμελούς ομάδας Αυξεντίου στις 4 Νοεμβρίου 1955 εναντίον του Αστυνομικού Σταθμού Λευκονοίκου, απ’ όπου απέσπασαν όλο τον οπλισμό του;
Ένα άλλο γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του Λευκονοίκου ήταν και το κάψιμο του Ταχυδρομείου μας στις 3 Δεκεμβρίου του 1955 κατά τη διάρκεια διαδήλωσης των μαθητών του Γυμνασίου μας ενάντια στα μέτρα του Κυβερνήτη Σερ Τζων Χάρντιγκ. Ακολούθησε πενθήμερο κέρφιου και οι συνδημότες μας αναγκάστηκαν να πληρώσουν 2000 λίρες πρόστιμο.
Αξίζει να αναφέρουμε και τα γεγονότα στη διάρκεια της παρέλασης της 25ης Μαρτίου του 1945, όταν οι αστυνομικές δυνάμεις στο κέντρο του Λευκονοίκου άνοιξαν πυρ εναντίον μελών των Λαϊκών Οργανώσεων που επέμεναν να φτάσουν στο σωματείο τους και να διαλυθούν. Αυτή τη μέρα έχασαν τη ζωή τους τρία άτομα. Μια μελανή σελίδα στη ζωή της κωμόπολής μας.
Άνθρωποι της γνώσης!
Κορώνα στο κεφάλι τους η μόρφωση.
Στο Λευκόνοικο λειτουργούσε κοινοτική Σχολή από το 1840 που τη συντηρούσαν οι γονείς των μαθητών.
Καμάρι του Λευκονοίκου, αλλά και όλης της γύρω περιοχής, ήταν το Γυμνάσιό μας. Το 1938 ιδρύθηκε από έναν φιλοπρόοδο εκπαιδευτικό, τον Ανδρέα Λοϊζίδη, ένα ιδιωτικό σχολείο με την επωνυμία «Εμπορικόν Κολλέγιον Λευκονοίκου».
Το 1940 το σχολείο έγινε κοινοτικό και μετονομάστηκε σε «Ανωτέρα Σχολή Λευκονοίκου» η οποία το 1947 θα μεταφερθεί σε νέο σχολικό κτήριο στον λόφο του Προφήτη Ηλία και θα πάρει το όνομα του ευεργέτη της, του Γεωργίου Καμιντζή. Η «Καμίντζειος Ανωτέρα Σχολή Λευκονοίκου» το 1960, με την ανεξαρτησία, θα ονομαστεί «Ελληνικόν Γυμνάσιον Λευκονοίκου» κι αργότερα «Γυμνάσιον Λευκονοίκου».
Με τα Ιωνικού Ρυθμού Προπύλαιά του,
μεγαλόπρεπα, επιβλητικά, αρχαιοπρεπή,
το αέτωμα, το γείσο, τους κίονες.
Με τα γιασεμιά να μεθούν ακόμα την ψυχή μας.
Καύχημα του Γυμνασίου μας η μεγαλοπρεπής Αίθουσα Τελετών, την οποία εγκαινίασε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στις 26 Μαΐου του 1968, μια από τις λίγες στο νησί μας, επιβλητική και μεγαλόπρεπη, που ανεγέρθηκε πάλι με δωρεά του ευεργέτη μας Γεώργιου Καμιντζή!
Αξίζει να αναφέρουμε το Α΄ Περιφερειακό Φεστιβάλ Λευκονοίκου το 1959 με τις αρχαιοελληνικές στολές, με τα κορίτσια με τους ολόλευκους χιτώνες και με τα κάνιστρα στο κεφάλι, με τα διαδήματα, και τις κοπέλες που ενσάρκωναν τη Θεά των Όφεων, τη μινωική θεά της Γονιμότητας, τη γυμνόστηθη, με τον μικρό πάνθηρα στο κεφάλι, που κρατά από ένα φίδι σε κάθε χέρι. Το φεστιβάλ καταχειροκροτήθηκε και στο ΓΣΠ, όπου το παρουσίασαν, και απέσπασε άριστες κριτικές.
Τελευταίος Γυμνασιάρχης μας ο αείμνηστος Λυκούργος Κάππας ο οποίος χρημάτισε και Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, ένας αξιόλογος πνευματικός άνθρωπος, ένας αξιαγάπητος άνθρωπος, ένας ευπατρίδης.
Άνθρωποι που πίστευαν στην κοινωνική δικαιοσύνη και τον Ουμανισμό!
Γι’ αυτό και στην κωμόπολή μας γεννήθηκε ο Συνεργατισμός το 1909, στις 22 Νοεμβρίου.
Ως Λευκονοικιάτες σεμνυνόμαστε για τους προγόνους μας που υπήρξαν οι σκαπανείς του Συνεργατισμού στο νησί μας. Τους μακαρίζουμε, γιατί το Λευκόνοικο στις πρώτες δεκαετίες του 20ουαιώνα μεσουρανούσε στο στερέωμα της κυπριακής υπαίθρου. Εκεί γίνονταν παγκύπρια αγροτικά συνέδρια, εκεί γεννήθηκε η πρώτη ελληνική Συνεταιριστική Αγροτική Τράπεζα που απάλλαξε τους αγρότες από τον βραχνά της τοκογλυφίας, η «Χωρική Τράπεζα Λευκονοίκου». Οι δυο σκαπανείς ήταν ο δάσκαλος Μάρκος Χαραλάμπους και ο Ιωάννης Οικονομίδης, δικηγόρος, βουλευτής, Διευθυντής της Τράπεζας Κύπρου, που εισηγήθηκε τον νόμο περί Συνεργατικών Εταιρειών ο οποίος ψηφίστηκε από τη Βουλή το 1914.
Άνθρωποι που διακρίνονταν για τη χαρά της ζωής, το γέλιο, την αγάπη για τη διασκέδαση.
Θερινό και χειμερινό σινεμά του Φυρίλλα, το θερινό κέντρο και σινεμά Πανόραμα, του Παναγιώτη Χαραλάμπους, το κέντρο-ζαχαροπλαστείο Ακρόπολις, το «Αγροτόσπιτο» του Πανίκκου Χατζηκακού.
Άνθρωποι φιλοπρόοδοι, της κοινωνικής προσφοράς, της ενασχόλησης με τα κοινά.
Ο Δήμος Λευκονοίκου ιδρύθηκε την 1η Απριλίου του 1939. Πρώτος Δήμαρχος ο γιατρός Χρίστος Μιχαλόπουλος.
Οι γυναίκες του Λευκονοίκου διακρίνονταν για την εξυπνάδα, τον δυναμισμό, την πάστρα, την τιμή, τη νοικοκυροσύνη και την αξιοσύνη τους.
«Όπου τζ’ αν πάω οι στράτες σου μπροστά μου,
τ’ άσπρα σου σπίθκια,
οι αυλάες σου ανοικτές.
Τζιαι οι καλές Λευκονοιτζιάτισσες
να παραβκαίνουν στο νοικοτζυρκόν
τζιαι στη φιλοξενίαν». Κ. Παρασκευά
Οι πιο πολλές γεύτηκαν από τα μέσα του περασμένου αιώνα, το αγαθό της μόρφωσης. Πολλές οι καθηγήτριες και οι δασκάλες από τον περασμένο αιώνα.
Οι Λευκονοικιάτισσες, επίσης, ήταν ξακουστές υφάντρες. Ύφαιναν τα πολύχρωμα λευκονοικιάτικα υφαντά τους, που ετοίμαζαν με γούστο και μεράκι.
«Τι χρώματα, σε αρμονία! Ήταν ένα θαύμα εκείνα τα χρώματα!
Το λευκό του Λευκόνοικου
Το κόκκινο της φωτιάς
Το μπλε του ουρανού του βαθυγάλανου
Το πράσινο της χλόης του Μεσαρίτικου κάμπου
Το κιτρινωπό του χρυσού σταριού
Και πολλά ξόμπλια. Πόσα ξόμπλια…» Κ. Παρασκευά.
Οι χρυσοχέρες νοικοκυρές του Λευκονοίκου, όπως και της γύρω περιοχής, ήταν αξεπέραστες στην κατασκευή κάθε λογής ζυμαρικών, με κορυφαία τα τουμάτσια, τα διπλοπουρέκκια, τις διπλοπισιήδες και την τσιπόπιτα. Επίσης, διακρίνονταν και στην παρασκευή των λουκουμιών του γάμου
Το Λευκόνοικο ήταν επίσης φημισμένο για το οφτόν που το έφτιαχναν με αρκετή μαεστρία, όπως και για το γιαούρτι.
Αναντίλεκτα, το Λευκόνοικο σεμνύνεται και για τον ποιητή της 9ης Ιουλίου 1821, τον Βασίλη Μιχαηλίδη, τον Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανό, τον
Άρχοντα Πρωτοψάλτη Θεόδουλο Καλλίνικο κ.ά.
Καταληκτικά, το Λευκόνοικο είχε Δικαστήριο, Νοσοκομείο, Φαρμακεία, ιδιωτικά ιατρεία, Οδοντιατρείο, Αστυνομικό Σταθμό, Κτηνοτροφικό Σταθμό, Υγειονομικό Σταθμό, Κυβερνητικό Γραφείο Γεωπόνου, Φυτώριο, κοινοτικό νηπιαγωγείο, Δημοτικό Σχολείο, Γυμνάσιο, Συλλόγους, αρτοποιεία, αλευρόμυλους, βιοτεχνία-εργοστάσιο κατασκευής αναψυκτικών, επιπλοποιεία, σταθμούς βενζίνης, πολλά εμπορικά καταστήματα, χρυσοχοείο, μηχανουργεία, ελαιοτριβείο, ζαχαροπλαστεία, Δημοτικό Σφαγείο, εργοστάσιο έτοιμων ενδυμάτων, Ηλεκτροπαραγωγικό Σταθμό. Ανάμεσα στους εξαίρετους τεχνίτες ήταν και αυτοί που εφηύραν την πρώτη αλωνιστική στο νησί μας.
Τότε, το Λευκόνοικο μεσουρανούσε. Δημιουργούσε. Πρόκοβε. Έγραφε Ιστορία.
Σήμερα, τα παιδιά του Λευκονοίκου μεγαλώνουν μακριά του, στης προσφυγιάς τις στράτες. Είθε να δώσει ο Θεός να ζήσουν στη γη των προγόνων τους. Εμείς έχουμε χρέος να τους μάθουμε την Ιστορία μας και τον Πολιτισμό που κουβαλήσαμε μαζί μας. Για να τον μεταλαμπαδεύσουν στις επόμενες γενιές. Μέχρι την άγια ώρα της επιστροφής.
«Σε πήρε ο Τούρκος τζ’ αλυσώθης
μα’ γιω σε κουβαλώ μες στην καρκιάν μου»
Κούλα Παρασκευά
Ζήνα Λυσάνδρου Παναγίδη
Δήμαρχος Λευκονοίκου
(Λήφθηκαν στοιχεία από το έργο του π. Κυριάκου Ρήγα)
Λύση
Δήμος υπό τουρκική κατοχή από το 1974
Τ.Θ.: 40297
6302 Λάρνακα
Κύπρος
Δήμαρχος: Ανδρέας Καουρής
Τηλ.: +357 24661444
Φαξ: +357 24633330
Email: demoslysis@cytanet.com.cy
Website: http://www.demoslysis.com/
Ιστορικό
Είναι επώδυνη αλλά συνάμα και παρήγορη η αναψηλάφηση της ιστορίας ενός αγαπημένου τόπου ιδιαίτερα όταν αυτή γίνεται μετά από μια ασύλληπτη τραγωδία που οδήγησε στην κατάκτηση του
και στο βίαιο ξεριζωμό των ανθρώπων του.
Είναι επώδυνη, γιατί σαράντα χρόνια μετά η ελπίδα της επιστροφής ακολουθεί τη μοίρα των Λυσιωτών που τους τέλειωσαν τα χρόνια στην προσφυγιά και φύγανε παίρνοντας μαζί τους στο μνήμα ολοζώντανες τις μνήμες που λαχταρούσαν απεγνωσμένα τον τόπο τους έτοιμες για τη συνέχεια. Είναι επώδυνη ακόμα, γιατί αγώνες και θυσίες αιώνων, κόποι και μόχθοι γενεών άξιων, φιλόπονων, φιλότιμων, φιλήσυχων και προοδευτικών ανθρώπων, αγρυπνίες, προσευχές, ψαλμοί και δεήσεις αγίων και οσίων, εξαίσιες μουσικές, στίχοι, χοροί, θέατρα και αθλήματα και άλλα πολλά ωραία και σημαντικά που ήταν αλληλένδετα με το χώρο και την κοινότητα των ανθρώπων του κινδυνεύουν να χαθούν για πάντα.
Είναι παρήγορη από την άλλη, γιατί στη μακραίωνη μας ιστορία σιδερόφρακτοι κατακτητές ήλθαν και απήλθαν, τραγωδίες και καταστροφές ήλθαν και παρήλθαν, δικαιώνοντας τον ποιητή για τη Ρωμιοσύνη. Η πεποίθηση αυτή θα μας κρατήσει ζωντανούς στον αγώνα για δικαίωση και επιστροφή.
Μόρφου
Δήμος υπό τουρκική κατοχή από το 1974
Λεωφόρος Αγλαντζιάς 2Α
2108 Αγλαντζιά
Κύπρος
Δήμαρχος: Βίκτωρ Χατζηαβραάμ
Τηλ.: +357 22447333, +357 22447334
Φαξ: +357 22762015
Email: dimosmorphou@cytanet.com.cy
Website: http://www.morphou.org.cy
Ο Δήμος Μόρφου ιδρύθηκε το 1883 και είναι ένας από τους αρχαιότερους δήμους της Κύπρου. Η όμορφη κωμόπολη της Μόρφου είναι κτισμένη στη δυτική κεντρική πεδιάδα της Κύπρου, κοντά στον ποταμό Σερράχη και η διοικητική έκτασή της, ανέρχεται στα 5.636 εκτάρια περίπου. Ο πληθυσμός της αυτή τη στιγμή, υπολογίζεται περίπου στις 10 με 12 χιλιάδες.
Η Μόρφου, πλούσια σε ιστορία και παράδοση ήταν κατοικημένη από τα αρχαία χρόνια και αυτό αποδεικνύεται από τους πολλούς οικισμούς που έχουν ανασκαφεί ή εντοπιστεί γύρω από αυτήν. Για την προέλευση του ονόματος της Μόρφου η πιθανότερη εκδοχή αναφέρει ότι σχετίζεται με τη θεά Αφροδίτη και ότι μία από τις ονομασίες με τις οποίες η θεά Αφροδίτη λατρευόταν στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο ήταν Μορφώ. Με την ονομασία Μορφώ λάτρευαν τη θεά Αφροδίτη κυρίως στη Λακωνία της Πελοποννήσου. Συνεπώς αυτή η εκδοχή συνδέει τη Μόρφου με τους Λάκωνες, οι οποίοι ενδεχομένως είχαν κατοικήσει στο δυτικό τμήμα της μεγάλης κεντρικής πεδιάδας του νησιού μας.
Η κωμόπολη της Μόρφου γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και αυτό οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην οικονομία της που ανθούσε λόγω της εύφορης γης και των ατελείωτων εσπεριδοκαλλιεργειών που υπήρχαν στην περιοχή. Με αυτά τα εφόδια, η Μόρφου πρωτοστατούσε πάντα σε τομείς όπως ο πολιτισμός, τα γράμματα, οι τέχνες και ο αθλητισμός.
Δυστυχώς όμως, στις 16 Αυγούστου του 1974, με την ολοκλήρωση και της δεύτερης φάσης της εισβολής στην Κύπρο, η Μόρφου καταλήφθηκε από τους Τούρκους κατακτητές. Οι νόμιμοι κάτοικοι της περιοχής εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους και υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν στις νοτιότερες περιοχές της Κύπρου. Από τότε, ο Δήμος Μόρφου έχει αφοσιωθεί στον αγώνα που γίνεται για εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού Προβλήματος που θα επιτρέπει σε όλους τους πρόσφυγες να επιστρέψουν στις πατρογονικές τους εστίες.
Από το 1974 και μετά, ο Δήμος μας έχει θέσει ως προτεραιότητα του τον αγώνα επιστροφή και δικαίωση αλλά δραστηριοποιείται παράλληλα και σε τομείς που σχετίζονται με τον πολιτισμό και την θρησκευτική παράδοση του τόπου μας με στόχο τη διατήρηση της μνήμης της κατεχόμενης γης μας.
Μέσα στα πλαίσια αυτών του των δραστηριοτήτων, ο Δήμος μας έχει μέχρι στιγμής αδελφοποιηθεί με εννέα Δήμους. Πέντε Δήμους της Ελλάδας (Σπάρτη, Καλάβρυτα, Ερμούπολη, Ορεστιάδα και Μεσολόγγι) ένα Δήμο της Γαλλίας (Saint Cyr Sur Loire), ένα Δήμο της Μεγάλης Βρετανίας (Barnet), ένα Δήμο της Μάλτας (Zurrieq) και τέλος το 2008 αδελφοποιήθηκε με το Δήμο Slovenj Gradec της Σλοβενίας.
Παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σαν Δήμος, είμαστε στην ευχάριστη θέση να λέμε ότι και οι εννέα αδελφοποιήσεις μας είναι απόλυτα ενεργές. Η επαφή που έχουμε με τους εννέα αυτούς Δήμους συνεχίζει να είναι τακτική και παρά το γεγονός ότι κάποιες από αυτές τις αδελφοποιήσεις πάνε πίσω 20 χρόνια, δεν έχουν φθαρεί αλλά αντίθετα οι δεσμοί φιλίας μεταξύ μας έχουν δυναμώσει σε βαθμό που όντως πλέον τους βλέπουμε σαν πραγματικούς αδελφούς μας.
Ο Δήμος μας, φροντίζει να συμμετέχει σε όλες σχεδόν τις μεγάλες εκδηλώσεις που πραγματοποιούν οι αδελφοί μας Δήμοι και έχουμε παρουσιάσει πλειάδα εκδηλώσεων (πολιτιστικές εκδηλώσεις, φωτογραφικές εκθέσεις, ανταλλαγές νεολαίας, χορευτικών συγκροτημάτων, χορωδιών κλπ κλπ) σε όλες ανεξαιρέτως τις πιο πάνω πόλεις. Από την άλλη, και οι εννέα αδελφοποιημένες πόλεις, μας τιμούν με την παρουσία τους καθεχρονικά στις ετήσιες αντικατοχικές μας εκδηλώσεις ενώνοντας τη φωνή τους μαζί μας στον αγώνα μας για ελευθερία και δικαίωση ενώ έχουν προσκληθεί και έχουν λάβει μέρος και σε πολλές άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις που έχει διοργανώσει ο Δήμος μας στην Κύπρο.
Ο Δήμος Μόρφου, εκτός από τις εννέα αδελφοποιήσεις, έχει συνάψει εξαιρετικές σχέσεις και με πολλές άλλες πόλεις, μέσα από τη συμμετοχή του σε διεθνής και άλλους οργανισμούς. Ο Δήμος μας είναι μέλος του Δικτύου Πόλεων Αφροδίτη και μέλος της Διεθνούς Οργάνωσης «Πόλεις Αγγελιοφόροι της Ειρήνης» στην οποία μάλιστα ο Δήμος μας Προεδρεύει.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Διεύθυνση:
Ρηγαίνης 78, 1010 Λευκωσία,
Τ.Θ. 22033, 1516 Λευκωσία, Κύπρος
Τηλ: +357 22 445170
Φαξ: +357 22 677230
Email: endeky@ucm.org.cy