Άρθρο του Προέδρου της Ένωσης Δήμων, κ. Ανδρέα Βύρα, με τίτλο “Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οδηγός υγιούς ανάπτυξης στην Κύπρο”

Στις δύσκολες ώρες που διανύει ο τόπος μας, ο λαός δεν έχει ανάγκη από άλλες βαρύγδουπες δηλώσεις αλλά ζητά – δικαίως – την εξεύρεση πρακτικών και άμεσα υλοποιήσιμων λύσεων για να ξεφύγουμε από τα σημερινά αδιέξοδα. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Κύπρος είναι ακόμα ένα επενδυτικό πρόγραμμα γεμάτο τρύπες και παραθυράκια, το οποίο να δίδει την ευκαιρία στους λίγους να το χρησιμοποιήσουν για προσωπικό τους όφελος και που πιθανόν να οδηγεί στα γνωστά σημερινά αποτελέσματα.

Θα ήθελα να εστιάσω στο υπό συζήτηση Νομοσχέδιο με τίτλο «ο περί της Διευκόλυνσης Επενδύσεων Νόμος του 2019», του οποίου ο υπερβολικά κεντροποιημένος χαρακτήρας και τα ασαφή κριτήρια αποτελούν πηγή έντονου προβληματισμού.

Το υπό αναφορά νομοσχέδιο συζητήθηκε, σε ότι αφορά την γενική του φιλοσοφία, στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εσωτερικών, στις 5.3.2018 και στις 20.1.2020. Παρά τις τροποποιήσεις που υπέστη από πλευράς κυβέρνησης, μεταξύ της πρώτης και δεύτερης συζήτησής του, το νομοσχέδιο παραμένει το ίδιο στην φιλοσοφία του.

Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο προνοεί τη δημιουργία μηχανισμού για τον χαρακτηρισμό μιας επένδυσης ως μεγάλης, με κριτήρια τα οποία θα εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Οι επενδύσεις που θα πληρούν τα κριτήρια θα εντάσσονται σε διαδικασία ταχείας αδειοδότησης μέσω ενός διορισμένου Υπεύθυνου Έργου, ο οποίος θα υπηρετεί ως το σημείο επαφής του επενδυτή με όλες τις Υπηρεσίες, σε ότι αφορά την αδειοδότηση του έργου / επένδυσης. Η έκδοση της πολεοδομικής και της οικοδομικής άδειας θα γίνεται σε κεντρικό επίπεδο, από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, εντός μέγιστου χρονικού διαστήματος ενός έτους. Επίσης, το νομοσχέδιο καθορίζει δεσμευτικές προθεσμίες για την έκδοση όλων των αδειών που απαιτούνται για την εν λόγω επένδυση και εφαρμόζει την αρχή της διοικητικής υποκατάστασης. Δηλαδή, σε περίπτωση παράλειψης έκδοσης άδειας εντός προκαθορισμένων προθεσμιών, η εξουσία μεταφέρεται στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Δεν ζω σε ουτοπία και γνωρίζω από πρώτο χέρι τον κυκεώνα της γραφειοκρατίας, τόσο σε επίπεδο κεντρικού Κράτους, όσο και σε επίπεδο Δήμων. Ωστόσο, δεν αποδέχομαι ότι η λύση στο πρόβλημα είναι η φίμωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία, ας μην ξεχνάμε ότι εκφράζει τη φωνή της τοπικής κοινωνίας.

Θέλω να είμαι σαφής. Σε καμιά περίπτωση και κανένας εκπρόσωπος της Κυπριακής Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ιδιαίτερα της Ένωσης Δήμων Κύπρου δεν επιθυμεί να βάλει φρένο στην ανάπτυξη του τόπου μας μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων. Αντιθέτως. Σκοπός της ύπαρξης των Τοπικών Αρχών είναι να υπηρετούν την τοπική κοινωνία και να της προσφέρουν υπηρεσίες, οι οποίες διασφαλίζουν την καλύτερη δυνατή ποιότητα ζωής. Για να πετύχουμε στην αποστολή μας, βρισκόμαστε σε ένα συνεχή αγώνα βελτίωσης, με κατεύθυνση την ανάπτυξη και όχι την στασιμότητα.

Ωστόσο, αυτό πρέπει να γίνει μέσω ενός προγράμματος το οποίο θα εξυπηρετεί το καλώς νοούμενο δημόσιο συμφέρον και σε συνθήκες πλήρους διαφάνειας. Είναι επίσης υψίστης σημασίας τέτοιες πρωτοβουλίες να υλοποιούνται στα πλαίσια ενός συμφωνημένου Στρατηγικού Σχεδιασμού και μέσα από τον εκσυγχρονισμό και την ενδυνάμωση των υφιστάμενων θεσμών και αρμοδιοτήτων και όχι την καταστρατήγησή τους. Μόνο υπό τους όρους αυτούς, θα είμαστε σε θέση να κάνουμε λόγο για μακροχρόνια και υγιή ανάπτυξη, κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί στόχο για την Πολιτεία στο σύνολό της.

Ως Ένωση Δήμων, έχουμε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου και έχουμε εκφράσει την αντίθεσή μας στο νομοσχέδιο με την τωρινή του μορφή. Θεωρούμε ότι η διευκόλυνση μεγάλων στρατηγικών επενδύσεων χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για τη θεσμοθέτηση ενός υπερβολικά κεντροποιημένου συστήματος, το οποίο ενέχει παγίδες για τον τόπο μας.

Το σύστημα που θεσμοθετεί το εν λόγω νομοσχέδιο, παρακάμπτει υφιστάμενες θεσμοθετημένες διαδικασίες πολεοδομικού σχεδιασμού, οι οποίες διασφαλίζουν την διαφάνεια και την συμμετοχικότητα στην λήψη αποφάσεων αναφορικά με την κατηγοριοποίηση και χωροθέτηση αναπτύξεων, οι οποίες θα πρέπει να εφαρμόζονται, πολύ περισσότερο, στην περίπτωση αναπτύξεων στρατηγικής σημασίας. Σε μια χρονική συγκυρία όπου όλοι μας θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στην αποκέντρωση εξουσιών και την ενδυνάμωση των μηχανισμών διαφάνειας σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής, είναι σχεδόν αποκαρδιωτικό να παρατηρεί κάποιος το Κράτος να επιδιώκει να εφαρμόσει εκ νέου τις ίδιες πρακτικές.

Αντί του εμπλουτισμού και της ενδυνάμωσης των υφισταμένων διαδικασιών πολεοδομικού σχεδιασμού, προτείνεται ο χαρακτηρισμός μιας επένδυσης ως στρατηγικής, εκτός του ορθού θεσμικού πλαισίου, με κριτήρια που θα αποφασίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Μια μεγάλη επένδυση, πρέπει να είναι στρατηγικής σημασίας όχι μόνο για το σύνολο του τόπου, αλλά και για την τοπική κοινωνία που θα επηρεαστεί πρώτη. Με αυτή τη λογική, η Τοπική Αρχή θα έπρεπε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλα τα στάδια της διαβούλευσης, του πολεοδομικού σχεδιασμού αλλά και της αδειοδότησης.

Με τις διατάξεις του νομοσχεδίου, καταστρατηγείται ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, υποβαθμίζοντας τον θεσμικό ρόλο των Δήμων, σε ρόλο απλού διαβουλευτή, και μάλιστα μέσα σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια και περιορισμούς. Αποτελεί μεγάλη αντίφαση το να διακηρύττουμε αδιάληπτα την ευρωπαϊκή ταυτότητα της Κύπρου και ταυτόχρονα να παραγνωρίζουμε θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και της Ευρωπαϊκής Χάρτας Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι οποίες κάνουν λόγο για πραγματικές τοπικές δημοκρατίες με εξουσία λήψης αποφάσεων και εργαλεία υλοποίησης των αποφάσεών τους και όχι διακοσμητικά στοιχεία που το κεντρικό Κράτος μπορεί να παραγκωνίσει αυτοβούλως.

Συγκεκριμένα, η θεσμοθετημένη αρμοδιότητα των Δήμων αναφορικά με την έκδοση άδειας οικοδομής «μεταβιβάζεται» στον Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, για τις εν λόγω αναπτύξεις, και μάλιστα εκτός του ορθού νομικού πλαισίου, που είναι η περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών νομοθεσία.

Η «μεταβίβαση» αρμοδιοτήτων από τους Δήμους προς τον Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως γίνεται μόνο για τις άδειες που εκδίδουν οι Δήμοι και όχι για τις άδειες που τυχόν απαιτούνται από άλλες διοικητικές αρχές, στα πλαίσια της αδειοδότησης, καταδεικνύοντας ξεκάθαρα την έλλειψη εμπιστοσύνης του κεντρικού Κράτους προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά και την παραγνώρισή μας ως ένα ζωτικό όργανο του δημοκρατικού συστήματος.

Αντί της ενδυνάμωσης των δομών των Δήμων, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες αδειοδοτικές απαιτήσεις για όλες τις αναπτύξεις, περιλαμβανομένων των στρατηγικών αναπτύξεων, προωθείται η επάνδρωση πολυπληθούς Διεύθυνσης, στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, ειδικά για στρατηγικές αναπτύξεις.

Τέλος, ένα σημείο που προκαλεί ιδιαίτερο προβληματισμό είναι ότι, με βάση τις πρόνοιες του νομοσχεδίου, ο Υπουργός Εσωτερικών αποκτά υπερεξουσίες έναντι άλλων διοικητικών αρχών/ αρμοδίων αρχών που εμπλέκονται στην αδειοδότηση αναπτύξεων, προς τις οποίες εκδίδει σχετικές εντολές, οδηγίες και απαιτήσεις.

Προσωπικά, είμαι πεπεισμένος ότι η λύση του προβλήματος πρέπει να βρίσκεται σε λέξεις κλειδιά όπως ο εκσυγχρονισμός, η ενδυνάμωση, η αποκέντρωση των εξουσιών, η ευθύνη, η αξιοπιστία και η θεσμοθέτηση διαδικασιών που διασφαλίζουν τη διαφάνεια. Δεν μπορεί ένα Κράτος να λειτουργεί επ’ άπειρον με βραχυπρόθεσμα προγράμματα που του δίνουν μια στιγμιαία ανάσα. Η ώρα να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας και να διορθώσουμε τα κακώς έχοντα με την εγκαθίδρυση λειτουργικών και διαφανών μηχανισμών σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης δεν είναι ούτε αύριο, ούτε καν σήμερα. Ήταν χτες.

Οι Δήμοι δεν είναι οι κομπάρσοι του δημοκρατικού συστήματος. Οφείλουν και μπορούν να είναι οδηγοί ανάπτυξης. Μιας ανάπτυξης υγιούς, βιώσιμης και η οποία θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις προσδοκίες της κοινωνίας που υπηρετούμε. Έτσι, βελτιώνουμε άμεσα αλλά και σε βάθος χρόνου το Κράτος μας και τη δημοκρατία μας. Και αυτός ο στόχος είναι και πρέπει να παραμείνει για όλους αδιαπραγμάτευτος.

 

Ανδρέας Βύρας
Πρόεδρος Ένωσης Δήμων Κύπρου